Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο Μιχάλης και η Ελένη, νιόπαντροι χωρίς παιδιά, ζούσαν στο Ηράκλειο της Κρήτης. Το ιδιόκτητο σπίτι τους, μονώροφη μονοκατοικία, βρισκόταν σε κεντρικό δρόμο του Ματσαμπά. Με την κεραμιδένια στέγη, τον μεγάλο κήπο πνιγμένο στα κατακόκκινα τριαντάφυλλα και γαρίφαλα, και τις δυο κουτσούπιες που δώριζαν την πλούσια σκιά τους, είχε όψη αρχοντικού.
Εκείνο τον καιρό οι περισσότερες οικοδομές σ’ αυτή την γειτονιά ήταν πνιγμένες στο πράσινο. Θαρούσες πως βρισκόσουν σε επίγειο παράδεισο.
Τριαντάρηδες απόφοιτοι του Πολυτεχνείου της Αθήνας. Εκείνος πολιτικός μηχανικός, γύρω στο ένα και ογδόντα πέντε, μελαχρινός, γεροδεμένος. Η κοπέλα αρχιτέκτονας, μέσου αναστήματος, καστανή, εκφραστικό πρόσωπο, ωραίο σώμα. Από διαφορετικές γειτονιές της πόλης, γνωρίστηκαν στην Αθήνα στην διάρκεια των σπουδών τους.
Νοίκιαζαν γραφείο στην αρχή της Λεωφόρου Καλοκαιρινού. Καινούργιοι στην δουλειά, αγωνίζονταν να επιβιώσουν. Ανήλεος ο ανταγωνισμός.
Από το πατρικό σπίτι στο Γιόφυρο, η Ελένη έφερε την Χιονούλα, στειρωμένη ντόπια θηλυκιά γάτα, κάτασπρη, ήμερη, καλόβολη. Την χάιδευες, την έπιανες και την μετέφερες όπου ήθελες. Χωρίς να ταράσσεται. Τριβόταν παιχνιδιάρικα στα πόδια, όσων έμπαιναν στο σπίτι.
Όταν πήγαν ταξίδι αναψυχής στην Ρόδο, την άφησαν στην φροντίδα των γονέων της Ελένης. Τους έκανε χαρές.
Εγκάρδιες οι σχέσεις με τους γείτονες, ανθρώπους υψηλού κοινωνικού επιπέδου. Η Χιονούλα έμπαινε στα σπίτια τους γεμάτη άνεση. Δεν αντιδρούσε όταν την έπιαναν και την έβγαζαν έξω. Αγαθό τετράποδο. Καθάριζε τον περίγυρο από ποντικούς και ζωύφια.
Γλυκό ανοιξιάτικο πρωινό. Το ασπρόμαυρο γατάκι που μπήκε στον κήπο, θα ‘ταν περίπου έξι μηνών.
Απροσδόκητα η Χιονούλα, μετατράπηκε σε εξαγριωμένη τίγρη.
Γεμάτη μίσος, χύθηκε να το κατασπαράξει.