Ως γνωστόν λίγες ώρες πριν αρχίσει η γερμανική επίθεση κατά της Κρήτης, ο βασιλιάς Γεώργιος και ο πρωθυπουργός Εμμανουήλ Τσουδερός έφτασαν στα Περβόλια, λίγο έξω από τα Χανιά και εγκαταστάθηκαν στο σπίτι του Λακκιώτη οπλαρχηγού του Μακεδονικού Αγώνα Γεωργίου Βολάνη.
Οι Γερμανοί, όμως, μέσω πρακτόρων τους, και ίσως με ενημέρωση από το Γερμανικό Προξενείο Χανίων, γνώριζαν ακριβώς τις κινήσεις τους και επιχείρησαν αμέσως να καταλάβουν το κτήμα Βολάνη και να αιχμαλωτίσουν βασιλιά και πρωθυπουργό. Αποκρούστηκαν όμως από τους Κρητικούς μαχητές και τη Βρετανική φρουρά και είχαν μεγάλες απώλειες. Μπροστά στον κίνδυνο αιχμαλωσίας, λοιπόν, βασιλιά και πρωθυπουργού, πάρθηκε η απόφαση να αναχωρήσουν το συντομότερο για Αίγυπτο. Πεζοπορώντας έτσι διά μέσω των Λευκών Ορέων και του Φαραγγιού Σαμαριάς έφθασαν στην Αγιά Ρουμέλη, απ’ όπου τους παρέλαβε βρετανικό πολεμικό πλοίο. Για συνοδεία και ασφάλεια τους διάλεξε ο Βολάνης δεκαεπτά έμπιστους σ’ αυτόν Λακκιώτες.
Ο Τσουδερός πριν την αναχώρησή τους από τα Περιβόλια φώναξε τον Βολάνη και του παρέδωσε είκοσι μεταλλικές βαλίτσες οι οποίες περιείχαν απόρρητα αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών, ώστε να τις διαφυλάξει μέχρι τέλους του πολέμου.
Ο Βολάνης μετέφερε με φορτηγό αυτοκίνητο τις βαλίτσες με τα αρχεία στο χωριό Λάκκοι, όπου τις παρέδωσε στον συγγενή του άλλο Γεώργιο Βολάνη για φύλαξη.
Επειδή, όμως, πληροφορήθηκαν ότι από το Γερμανικό Προξενείο και τους πληροφοριοδότες του έγινε αντιληπτό το γεγονός και μάλιστα οι Γερμανοί νόμιζαν ότι οι βαλίτσες περιείχαν τον χρυσό του ελληνικού θησαυροφυλακίου, και αναμενόταν επίθεση στους Λάκκους για την αρπαγή των βαλιτσών, μεταφέρθηκαν νύχτα σε μια ώρα απόσταση φορτωμένες στην πλάτη ανδρών του Βολάνη και ρίφθηκαν σε ένα βάραθρο των Λευκών Ορέων. Στο βάραθρο Κολωνέ. Σε μια χαράδρα κοντά στους Λάκκους. Βέβαια, ίσως να υπήρχε και ένα ακόμη πρόβλημα, το ότι είχε γίνει αντιληπτή από κατοίκους της περιοχής η άφιξη των βαλιτσών στους Λάκκους και ότι ίσως πίστευαν ότι περιέχουν χρήματα.
Γιατί εκείνη την περίοδο όλοι ήταν εξουθενωμένοι από τον πόλεμο και την οικονομική καταστροφή και αν επρόκειτο πράγματι για έναν θησαυρό κανένας δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί την ασφάλειά του. Στο τέλος του πολέμου, όταν πλέον οι Γερμανοί είχαν αποχωρήσει από την υπόλοιπη Ελλάδα και την Κρήτη και μόνον στην περιοχή των Χανίων διατηρούσαν μια φοβερή πολεμική μηχανή, ο γιος του καπετάν Βολάνη Ιάκωβος, απόστρατος αξιωματικός και σήμερα δικηγόρος στην Αθήνα, ανέλαβε το έργο της ανασύρσεως των αρχείων αυτών από το βάραθρο. Με πλαστή ταυτότητα και πολλούς κινδύνους πέρασε από τις Γερμανικές γραμμές, συνοδευόμενος από υπάλληλο του υπουργείου Εξωτερικών και πηγαίνοντας στους Λάκκους έφθασε στο βάραθρο Κολωνέ. Εκεί με κίνδυνο κατέβηκαν στο βάραθρο με σχοινιά και προσπάθησαν να περισυλλέξουν ότι ήταν δυνατόν από τα αρχεία αυτά, που με τα νερά της βροχής και τα χιόνια τεσσάρων χρόνων είχαν καταστραφεί. Όσα έγγραφα και βιβλία βρισκόταν σε κάποια καλή κατάσταση τα έβαλαν σε σάκους και τα ανέσυραν μεταφέροντάς τα αργότερα στο υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα. Ένα μεγάλο όμως μέρος ιστορικών εγγράφων και της ίδιας της μπορίας μας χάθηκε εκεί στο απρόσιτο βάραθρο του Κολωνέ στα Λευκά Όρη. (Εξερευνήθηκε από τον Σ.Ο.Χ. τον Φεβρουάριο του 1996).
(Από το βιβλίο του Αν. Πλυμάκη “Σπήλαια στα Χανιά” έκδοση Νομαρχίας Χανίων 2002)