Με αφορμή τη γενική παραδοχή στην ημερίδα της ΙΛΑΕΚ με θέμα: “Λισός και άλλες πόλεις της ευρύτερης περιοχής”, 8 Ιουλίου 2018 στη Σούγια, για τον αρχαιολογικό πλούτο των αρχαίων πόλεων του νομού μας, αλλά και την επισήμανση του διαπρεπή καθηγητή αρχαιολογίας Λ. Πλάτων, ότι «Υπάρχει μεγάλο πεδίο έρευνας για όλες τις αρχαίες πόλεις της Νότιας Κρήτης», και ειδικότερα για την πόλη που ανέσκαψεν ο πατέρας του αείμνηστος Νικ. Πλάτων (1959 – 1960), τη Λισό. Θεωρήσαμε σημαντικό να γνωρίσουμε τις πόλεις αυτές και να παρουσιάσουμε την καθεμιά ξεχωριστά.
Τάρρα
Εντοπίζεται στο στόμιο της εξόδου του Δρυμού της Σαμαριάς προς το Λιβυκό πέλαγος, στο σημερινό οικισμό της Αγίας Ρουμέλης, στην αριστερή όχθη του χειμάρρου που κατεβαίνει το Φαράγγι της Σαμαριάς.
Συνδέεται μυθολογικά με τον θεό Απόλλωνα, ως προστάτη της και τη θεά Αρτεμις. Η λατρεία του Απόλλωνα της Τάρρας είχε την αρχή της στην υπερβολική ηλιοφάνεια της περιοχής. Η παράδοση αναφέρει ότι ο θεός Απόλλωνας (Ηλιος) είδε, ενώ ταξίδευε προς τη Δύση, στη μαγευτική ακρογιαλιά της Τάρρας, την Ακακαλλίδα, κόρη του Μίνωα, να εκθέτει τα προκλητικά κάλλη της, μετά από θαλάσσιο μπάνιο στις πυρωμένες ακτίνες του. Τόσο γοητεύθηκε από την ομορφιά της, ώστε πέρασε μια νύχτα μαζί της στην οικία του Καρμάνορα, Ιερέα του Ταρραιού Ναού του και από τη συνεύρεσή τους προήλθαν οι ιδρυτές της Ελύρου, Φύλακις και Φίλανδρος (Παυσανίας ΙΙ, 7 κεφ., 3).
Η άλλη εκδοχή του μύθου είναι ότι ο Απόλλωνας μετά το φόνο του Πύθωνα όφεως στους Δελφούς, κατέφυγε στην Τάρρα για να τον εξαγνίσει ο μάντης εξορκιστής Καρμάνορας και εκεί γνώρισε την κόρη του Μίνωα Ακακαλλίδα.
Η πόλη ιδρύθηκε κατά τους κλασσικούς χρόνους και άκμασε την ελληνιστική περίοδο, απετέλεσε μεγάλο θρησκευτικό κέντρο των Δωριέων, του Ταρραίου Απόλλωνα, για χάρη του οποίου λειτουργούσε και μαντείο στην είσοδο του οποίου υπήρχε και επιγραφή «Αφέλου τα πέδιλα, κάλυψον την κεφαλήν και είσελθε».
Η Τάρρα υπήρξε η μεγαλύτερη πόλη της περιοχής και ήλεγχε και τους άλλους οικισμούς που είχαν αναπτυχθεί εντός του Δρυμού, (όπως η Καινώ στο κέντρο του φαραγγιού).
Την περιοχή επισκέφθηκε το 1415 ο Buondelmonti, φραγκισκανός ιερομόναχος, που αντίκρισε μνημειακά οικοδομήματα, δεξαμενές, ερείπια ναού, τμήματα αγαλμάτων και ειδωλίων.
Πολύ αργότερα, ο Pashley αναγνώρισε την αρχαία Τάρρα, αλλά δεν αντίκρισε την ίδια εικόνα του Buondelmonti.
Αναφορά της Τάρρας γίνεται από αρχαίους συγγραφείς, όπως στους Σταδιασμούς της Μεγάλης Θάλασσας του Ανώνυμου «Από Φοινίκος εις Τάρραν αστάδιοι ξ’».
Ο Θεόφραστος αναφέρει στο «Περί φυτών Ιστορία»: «Κιπάριττος δε παρά μεν τοις άλλοις από σπέρματος εν Κρήτη δε και από του στελέχους οίου επί της ορείας εν Τάρρα».
Και τέλος ο Πτολεμαίος στη «Γεωγραφική Υφήγησης ΙΙΙ, Νότιας πλευράς περιγραφή Λισός… Τάρρα… Ποικιλασσός».
Από την Τάρρα καταγόταν ο κιθαρωδός Χρυσόθεμις, γιος του Καρμάνορα, που νίκησε στα Πύθια, αλλά και Προήλος που έγραψε σχόλια στα Αργοναυτικά του Απολλωνίου του Ρόδιου. Τέλος και ο Λούκιος που έγραψε τρία βιβλία περί παροιμιών.
Η Τάρρα είχε πανομοιότυπο νόμισμα με την Ελυρο – Λισό – Υρτακίνα, γιατί συμμετείχε στη Κρητική Συνομοσπονδία των Ορείων, αλλά και ξεχωριστό δικό της με κεφαλή κρητικού αίγαγρου και βέλος από τη μια όψη και από την άλλη πλευρά που έφερε μέλισσα.
Η Τάρρα είχε ιδρύσει αποικία στον Καύκασο με το ίδιο όνομα και ο Τάρρας επίσης της Κάτω Ιταλίας ήταν αποικία της.
Ήταν από τις πόλεις που είχαν υπογράψει συνθήκη με τον Ευμένη Β΄ της Περγάμου.
Σήμερα, τα περισσότερα αρχαιολογικά ευρήματα είναι απόρροια της μικρής κλίμακας ανασκαφών του 1959 και 1970, κυρίως σε τμήματα του αρχαίου νεκροταφείου που απλώνεται ανατολικά και δυτικά του ποταμού που διασχίζει τη Σαμαριά και εκβάλει στο Λιβυκό πέλαγος.
Ήρθαν στο φως τεφροδόχοι λίθοι, πλήθος αγγείων και ειδωλίων και πήλινα ευρήματα (πυξίδες, κύλικες, πινάκια), κυρίως αρχαϊκής περιόδου, καθώς επίσης κιβωτιόσχημοι τάφοι κλασικής και ελληνιστικής περιόδου, με πλήθος κοσμημάτων και αγγείων ταφικών εθίμων.
Χαρακτηριστικά τέτοιου είδους ταφικά αγγεία είναι το εξάλειπτρον, η τριφυλλόστομη οινοχόη, μυροδοχεία και πυξίδια.
Τέλος αργυρά και χάλκινα κοσμήματα και νομίσματα και γυάλινα αγγεία οξυπύθμενοι αμφορείς, οινοχόες και λάγυνοι ρωμαϊκής περιόδου.
Ποικιλασός ή Ποικιλάσιον
Ενα άλλο σημαντικό επίνειο του Λιβυκού πελάγους, ανατολικά της Σούγιας, στο ενδιάμεσο μεταξύ Αγίας Ρουμέλης στη θέση Τρυπητής, ήταν η αρχαία πόλη Ποικιλασός ή Ποικιλάσιον.
Η ονομασία της πόλης ετυμολογείται από το πεύκη – λάσιος (τόπος γεμάτος πεύκα).
Αναφορά της πόλης γίνεται στους Σταδιασμούς (330) «Από Ταρράν εις Ποικιλασσόν αστάδιοι ξ’ (60) πόλις εστί ορμόν έχει και ύδωρ» του Ανώνυμου αλλά και στον Πτολεμαίο στη “Γεωγραφική Υφήγησις” στη σειρά 3 πόλεων στη Νότια Κρήτη, αλλά και στο κατάλογο των εκατό (100) πόλεων της Κρήτης (του Κώδικα 918 της Μαρκιανής βιβλιοθήκης), αναφέρεται η πόλη Pecilasιo.
O Spratt ανακάλυψε επιγραφή που μαρτυρεί την ύπαρξη στην πόλη ναού αφιερωμένου στην αιγυπτιακή θεότητα του Σέραπη, κάτι που μας υποδηλώνει την επικοινωνία της περιοχής με την Αφρική.
Το εμπορικό λιμάνι της, το Ποικιλάσιον εξυπηρετούσε, όπως και τα παρακείμενα της Λισού και της Συίας, την πόλη της Ελύρου.
Η πόλη γνώρισε ιδιαίτερη ακμή την αρχαία κλασσική και ελληνιστική περίοδο.
Το λιμάνι και αυτής της αρχαιόπολης αχρηστεύθηκε μετά την ανύψωση της Δυτικής Κρήτης τον 4ο αιώνα μ.Χ. από το μεγάλο σεισμό που την έπληξε και είχε συνακόλουθη τύχη με τη Συία, Λισό, και Φαλασσάρνα.