Η Ρέιτσελ γύρισε τις σελίδες ως το “Τ” και βρήκε γρήγορα το Τι Ωραία Κομπίνα.
Βαρετή βρετανική κωμωδία, διάβασε, για μια παρέα μπίτνικ που ταξιδεύουν στο Λοχ Νες για να φτιάξουν τη φιγούρα του τέρατος.
1962. Συνέχεια του Τι Ωραίο Πλιάτσικο! (1961); Oχι ακριβώς. Δύο ίδιοι ηθοποιοί.
*Συνέχειες που δεν είναι πραγματικά συνέχειες. Συνέχειες όπου η σχέση με το πρωταρχικό είναι πλάγια, πονηρή.
Ο Τζόναθαν Κόου, αγαπημένος του ελληνικού κοινού, επιστρέφει με το νέο του μυθιστόρημα Αριθμός 11, και φροντίζει να ορίσει με σαφήνεια τη σχέση του με το Τι Ωραίο Πλιάτσικο!: πλάγια, πονηρή. Η ιστορία, με ένα πλήθος πρωταγωνιστών, ξεκινά, λίγο μετά το 2000, από τη σχέση δύο κοριτσιών, της Ρέιτσελ και της Aλισον, για να φτάσει μέχρι σήμερα. Μετά από ένα διάλειμμα από το γνώριμο ύφος των μυθιστορημάτων του, με αντιπροσωπευτικότερα παραδείγματα αυτής της αλλαγής πλεύσης το (συγκλονιστικό) Σαν τη βροχή πριν πέσει και το (ελαφρύ) Expo58, επιστρέφει στη γνωστή συνταγή του πολιτικοκοινωνικού μυθιστορήματος που στηρίζεται στις ανθρώπινες σχέσεις, σχέσεις οικογενειακές, φιλικές, ερωτικές, με σκοπό να αποτυπώσει τη σύγχρονη τού μυθιστορήματος βρετανική πραγματικότητα, που πλέον, και παρά τις τελευταίες εξελίξεις, διαθέτει πλήθος κοινών στοιχείων με την αντίστοιχη ευρωπαϊκή.
Η οικειότητα της επιστροφής σε ένα γνώριμο σύμπαν, ένας “παλιόφιλος” που διηγείται μια γνώριμου ύφους καινούργια ιστορία, είναι, έως ένα σημείο τουλάχιστον, ικανή να γοητεύσει τον υποψιασμένο αναγνώστη. Είναι όμως αρκετό αυτό το συναίσθημα; Έως ένα σημείο ναι, η αφηγηματική άνεση του Κόου, οι καλοσχηματισμένοι και πειστικοί χαρακτήρες, η οξυδερκής ματιά του στη σύγχρονη εποχή, η ικανότητά του στους διαλόγους και στη διασταύρωση των επιμέρους ιστοριών, οι διακειμενικές αναφορές -όχι μόνο λογοτεχνικές- αποτελούν στοιχεία που χαρακτηρίζουν ένα σπουδαίο μυθιστόρημα.
Αποτελεί ευχή και κατάρα για έναν δημιουργό η σύγκριση του κάθε έργου του με το σύνολο της εργογραφίας του, και στη συγκεκριμένη περίπτωση, και παρά το αρχικό αίσθημα ανακούφισης: ο παλιός καλός Κόου επέστρεψε, είναι αδύνατο να μην δημιουργηθούν συγκρίσεις με τα προηγούμενα μυθιστορήματά του, όπως το Τι ωραίο πλιάτσικο, Η λέσχη των τιποτένιων, ο Κλειστός Κύκλος, και βεβαίως -τη δική μου αξεπέραστη αδυναμία- Το σπίτι του ύπνου. Και αυτή η σύγκριση αναδεικνύει κάποιες αδυναμίες στο παρόν.
Οφείλω να παραδεχτώ, πριν αναφερθώ στις αδυναμίες του μυθιστορήματος, πως με τους συγγραφείς -και όχι μόνο- που αγαπώ είμαι πιο αυστηρός, αλλά και να ξεκαθαρίσω πως οι συγκεκριμένες αδυναμίες το μόνο που θέτουν εν αμφιβόλω είναι ο χαρακτηρισμός του Αριθμού 11 ως αριστούργημα. Είναι μια διαδικασία ψειρίσματος.
Το εύρημα του εγκιβωτισμού του βιβλίου μέσα στο βιβλίο: η Ρέιτσελ αποφασίζει να γράψει ένα βιβλίο διηγούμενη την ιστορία της· στα κεφάλαια που αποτελούν τον Αριθμό 11 το αφηγηματικό πρόσωπο μετακινείται συχνά από το πρώτο στο τρίτο πρόσωπο, ενώ στο τέλος υπάρχει μια αφηγηματική ανατροπή· εύρημα που, παρότι τεχνικά στέκει και δεν ενοχλεί, εντούτοις δεν μοιάζει πραγματικά λειτουργικό στο τελικό αποτέλεσμα.
Η στροφή προς το αστυνομικό: αναζητώντας έναν τρόπο να κλείσει την αφήγηση ο Κόου καταφεύγει στη λύση της ενσωμάτωσης στοιχείων αστυνομικής λογοτεχνίας στο μυθιστόρημά του, οδηγώντας σε ένα κλείσιμο που μοιάζει κάπως αμήχανο και επιτηδευμένο.
Και μια παρατήρηση κάπως γενικότερη: ίσως επειδή είναι μια σύγχρονη της γενιάς μου πραγματικότητα, η αναφορά των συγγραφέων στα κοινωνικά δίκτυα και τα παιχνίδια τύπου Big Brother -ανάμεσα σε άλλα- μοιάζει λίγο βεβιασμένη, όχι καλά χωνεμένη, γεμάτη εύκολα κλισέ και διαπιστώσεις προφανείς. Υπάρχουν βέβαια εξαιρέσεις σε αυτό, αν και λίγες προς το παρόν.
Αλλά ας κλείσω αυτό το κείμενο αναφερόμενος στις αρετές του μυθιστορήματος, αρετές δεδομένες όταν κανείς αναφέρεται σε έναν συγγραφέα όπως ο Κόου, όμως οι αρετές πρέπει να εξυμνούνται με κάθε ευκαιρία και να μην θεωρούνται στιγμή δεδομένες. Η ικανότητά του να εισάγει νέα πρόσωπα στη σκηνή, να τα συστήνει γρήγορα και στοχευμένα στον αναγνώστη, τοποθετώντας τα στο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον που ανήκουν, είτε λόγω ηλικίας, είτε λόγω τάξης, χωρίς να ανακόπτει τη δυναμική της αφήγησης, ενώ η εισαγωγή κάθε νέου προσώπου κατευθύνει την ιστορία σε νέα μονοπάτια. Και μιλώντας για την ιστορία, όπως έγκαιρα διευκρινίζει ο υπότιτλος του βιβλίου: Ιστορίες που μαρτυρούν τρέλα· αξίζει να αναφερθεί κανείς στην άνεση με την οποία ο Κόου δένει τις επιμέρους ιστορίες στον κορμό της κεντρικής αφήγησης, χωρίς να ξενίζουν, χωρίς να γίνονται αντιληπτές ως ανούσιες παρεκβάσεις.
Ο γνώριμος Κόου επέστρεψε και δεν θα απογοητεύσει τους πιστούς αναγνώστες του.