Κυριακή, 5 Ιανουαρίου, 2025

Αρκτικός

» Ιωάννα Ντούµπρου (εκδόσεις Πατάκη)

Όταν γνωρίζω τον Π., κοντεύω µισό αιώνα πάνω στη Γη, και ο Αρκτικός δεν είναι παρά µια περιοχή στον χάρτη.

Έτσι ξεκινάει το µυθιστόρηµα αυτό. Ήδη από την πρώτη πρόταση, η πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια τοποθετεί στο κέντρο του κάδρου τον Π., τον Αρκτικό και την ηλικία της, τα τρία βασικά συστατικά της ιστορίας αυτής. Επίσης, η πρώτη αυτή πρόταση, εκτός από το πρώτο πρόσωπο της αφήγησης, µας αποκαλύπτει αρκετά από το ύφος, µε κύριο χαρακτηριστικό τη χρήση του ιστορικού ενεστώτα, αλλά και το πώς τοποθετεί την εαυτή της σε σχέση µε τον µεγάλο χωροχρόνο.

Είναι σύνηθες, και δείγµα ελλιπούς επιµέλειας, οι πρώτες σελίδες ενός µυθιστορήµατος να είναι κάπως διστακτικές ή, καλύτερα, διερευνητικές του ύφους και της αφηγηµατικής φωνής. Συµβαίνει ωστόσο και το αντίθετο, οι πρώτες σελίδες να είναι γεµάτες από έµπνευση και εργατοώρες και η συνέχεια να µην είναι αντάξια. Εδώ, ούτε το ένα, ούτε το άλλο συµβαίνει. Από την πρώτη κιόλας πρόταση, ως και την τελευταία, έχουµε ένα ύφος συµπαγές, µια αφηγηµατική φωνή ενιαία, µια κατασκευή πλήρη και στέρεα. Και αυτό οφείλουµε να το πιστώσουµε, πρώτο και κύριο, σε µια σειρά από πιστώσεις που θα ακολουθήσουν. Μου άρεσε το βιβλίο αυτό.

Αναφέροµαι συχνά µε ένα σχόλιο αµφίσηµο στα βιβλία της ελληνικής λογοτεχνίας που µου αρέσουν. Λέω πως µοιάζουν µε µετάφραση κάποιου αλλόγλωσσου κειµένου. Αντιλαµβάνοµαι πλήρως τον προβληµατικό χαρακτήρα ενός τέτοιου σχολίου, ποια µετάφραση άλλωστε µπορεί να σταθεί ψηλότερα από το πρωτότυπο κείµενο αναφοράς; Και όµως, σε µια χώρα µε έντονη την ξενοµανία, αποτελεί για µένα µονόδροµο ένα σχόλιο όπως αυτό. Εναλλακτικά θα µπορούσα να πω: αν ήταν µετάφραση ενός ξένου βιβλίου τότε ο ενθουσιασµός θα ήταν λιγότερο επιφυλακτικός, οι ύµνοι λιγότερο δύσθυµοι, µια ενδιαφέρουσα νέα φωνή θα είχε φανεί στον εκδοτικό ορίζοντα. Το συγκεκριµένο σχόλιο, επίσης, ανοίγει στα µάτια µου µια ευδιάκριτη χαραµάδα που διαχωρίζει το εκάστοτε κρινόµενο ελληνικό έργο µε τις παθογένειες της εγχώριας γραµµατείας εν γένει.

Η Ντούµπρου στον Αρκτικό, που είναι το πρώτο της βιβλίο που διαβάζω, θέτει εξαρχής τον πήχη της φιλοδοξίας, ενώ µοιάζει να σκιαγραφεί ευδιάκριτα τις συγγραφικές προθέσεις. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση αποδεικνύεται άκρως λειτουργική, ικανή, εκτός από αµεσότητα, να δοµήσει επαρκώς τον χαρακτήρα του υποκειµένου της γραφής. Μια τέτοια δόµηση, µε βάση το πρώτο πρόσωπο, µε απουσία του σχολιασµού ενός εξωτερικού παρατηρητή, έχει διάφορες απαιτήσεις, ικανοποιώντας κάποιες αφηγηµατικές ανάγκες αλλά αφήνοντας συνήθως αντίστοιχα κενά ως προς το δόσιµο των προσώπων. ∆ιαβάζοντας κανείς το µυθιστόρηµα αυτό θα παρατηρήσει κάτι, µάλλον, σπάνιο: στο τέλος της ανάγνωσης θα νιώθει πως γνωρίζει περισσότερα για την αφηγήτρια παρά για τον Π. Και αυτό γίνεται µε τρόπο ρεαλιστικό, προσφέροντας ένα κοινό εµβαδόν µε τον αναγνώστη.

Το αποκαλώ κοινό εµβαδόν και ρεαλιστικό αφού για εµάς γνωρίζουµε, αν γνωρίζουµε, περισσότερα από ό,τι για τον άλλον, τον κάθε άλλον, ειδικά αν είναι το πρόσωπο του έρωτα, που σε µεγάλο βαθµό υπάγεται στους περιορισµούς του συναισθήµατος, της επιθυµίας και της προβολής. Ο Αρκτικός είναι (και) µια ιστορία αγάπης, µε όλες τις ιδιαιτερότητες και τις κοινοτοπίες της. Μια ιστορία αγάπης µε την αφηγήτρια σχεδόν µισό αιώνα επί της Γης, για τον Π. ακόµα περισσότερο.

Εκείνη δεν έχει παιδιά και δεν πρόκειται να αποκτήσει. Της λείπει, δηλαδή, το πλέον διαχρονικό διαβατήριο αποδοχής από την κοινωνία, ακόµα και από τον πλέον στενό κύκλο ανθρώπων µε τους οποίους συναναστρέφεται. Η ετυµηγορία είναι έτοιµη και αµείλικτη, παρότι διατυπωµένη µε πλείστους διαφορετικούς µεταξύ τους τρόπους, στον πυρήνα της παραµένει η ίδια έχοντας χαρακτήρα κατηγορίας. Ίσως το µεγαλύτερο τι θα συνέβαινε εάν στη ζωή ενός ανθρώπου και δη µιας γυναίκας, µια απόφαση ή συγκυρία ξεκάθαρα προσωπική που ωστόσο γίνεται βορά στις παρεµβατικές ορέξεις των άλλων.

Η Ντούµπρου πιάνει την ιστορία από την αρχή της σχέσης αποτυπώνοντας µε ακρίβεια το µικροκλίµα της περιόδου εκείνης, την ανάγκη, την επιθυµία, τις προβολές, τη φοβία, το πετάρισµα, τη γνωριµία των σωµάτων, µεταξύ άλλων. ∆ύο ώριµοι άνθρωποι που απέτυχαν, όπως αποδείχτηκε, συναισθηµατικά, ξανά και ξανά και όµως δεν διστάζουν να δοκιµάσουν ξανά, να πάρουν ξανά το ρίσκο. Αυτή η περίοδος λειτουργεί αυτόνοµα και δεν εντάσσεται ως µια ανάµειξη ανάληψης από το παρελθόν στο αφηγηµατικό παρόν. Λίγες σελίδες αργότερα, θα προσπεράσει αρκετά χρόνια, σαν να είναι γνωστό τι µεσολάβησε από την αρχή της σχέσης, άπαξ και η σχέση αυτή άντεξε και σχεδόν ενηλικιώθηκε, ύλη γνωστή, όταν το πάθος ηµερεύει.

Παίρνοντας στα χέρια της τα χρήµατα από το ιδιωτικό συνταξιοδοτικό ασφαλιστήριο που µε συνέπεια πλήρωνε όλα αυτά τα χρόνια, η αφηγήτρια αποφασίζει να ικανοποιήσει ένα ταξίδι απωθηµένο από χρόνια, να πατήσει µε τον Π. στον Αρκτικό, που οι περισσότεροι τον µπερδεύουµε µε την Ανταρκτική, το αιώνια παγωµένο σηµείο µηδέν, εκεί που το παρελθόν µε το παρόν ή το µέλλον απέχουν ένα µόλις βήµα. Η αφήγηση αυτού του ταξιδιού είναι το κυρίως πιάτο.

Αναφέρθηκα παραπάνω στις εξαρχής ευδιάκριτες συγγραφικές προθέσεις και φιλοδοξίες της Ντούµπρου. Παρότι φαινοµενικά δοκιµάζει να πει µια χιλιοειπωµένη ιστορία, την ιστορία αγάπης δύο ανθρώπων που δεν το έβαλαν συναισθηµατικά κάτω, που δεν παραιτήθηκαν από το κυνήγι του έρωτα, κόντρα στις πιθανότητες και τις δυσκολίες, εντούτοις δεν δείχνει διάθεση να υποτάξει τη φιλοδοξία της υπό το βάρος αυτό. Αυτό δεν σηµαίνει πως επιχειρεί να εντυπωσιάσει ή να φέρει κάτι το ρηξικέλευθα νέο στη λογοτεχνία.

Όπως συµβαίνει εκεί έξω, τα πράγµατα δεν είναι απόλυτα ζεύγη άσπρου-µαύρου, αλλά, κυρίως, είναι οι άπειρες και δυσδιάκριτες αποχρώσεις του µεταξύ τους χώρου, το αυτό ισχύει και στη λογοτεχνία. Ανάµεσα στον µη συµβιβασµό και το φανταχτερά, για πόσο άραγε, νέο, η Ντούµπρου µαζεύει µε προσοχή και υποµονή το υλικό της, φανερώνοντας την έντονη ανάγκη της να πει την ιστορία αυτή µε τους δικούς της όρους. Ακόµα µια αντιστοιχία: ο µοναδικός τρόπος µε τον οποίο καθένας µας νιώθει πως διέρχεται τον έρωτα και η γενίκευση όταν αυτή η εµπειρία εγκλωβίζεται στις ελάχιστες διαθέσιµες λέξεις.

Η συγγραφέας φορτώνει την ιστορία της µε αρκετές εξωκειµενικές αναφορές και πραγµατολογικά στοιχεία. Το φορτώνει µοιάζει λάθος ρήµα, όµως λάθος δεν είναι το ρήµα αλλά ο τρόπος µε τον οποίο είθισται να φορτώνεται συναισθηµατικά, ως κάτι το αρνητικό. Οι αναφορές αυτές λειτουργούν περίφηµα σε διπλό επίπεδο. Από τη µια παρουσιάζουν ολοένα και πιο ευδιάκριτη την αφηγήτρια στα µάτια του αναγνώστη, φανερώνοντας τον τρόπο µε τον οποίο πορεύεται, τον χαρακτήρα και την ψυχοσύνθεση κάποιας που, µεταξύ άλλων χαρακτηριστικών, σε κάθε ευκαιρία ανατρέχει στη βιβλιοθήκη ώστε να µελετήσει, τον εγκεφαλικό τρόπο µε τον οποίο επεξεργάζεται όσα συναντά και όσα τις συµβαίνουν στον δρόµο της, τη µέθοδο κατανόησης και θεωρητικοποίησης της ύπαρξης, την απόπειρα για απαλοιφή της τυχαιότητας, την υποψία ανάγκης για έλεγχο.

Από την άλλη, οι αναφορές σε ναυάγια (ευτυχής συγκυρία η πρόσφατη ανάγνωση του Γουέιτζερ) ή σε γλωσσολογικές και ανθρωπολογικές µελέτες, µεταξύ άλλων, διευρύνουν τα στενά όρια µιας ακόµα προσωπικής ιστορίας αγάπης, χωρίς όµως να τις στερούν τις προσδοκώµενες αλλά και επιθυµητές ιδιαιτερότητες µα και κοινοτοπίες της. Η Ντούµπρου, θέλω µε λίγα λόγια να πω, αποφεύγει περίφηµα τη στείρα επίδειξη ευρυµάθειας από µεριάς της αφηγήτριάς της, αλλά εντάσσει τις αναφορές αυτές οµαλά στο κυρίως σώµα της αφήγησης.

Το αµφιλεγόµενο σχόλιο περί αίσθησης ανάγνωσης µεταφρασµένης λογοτεχνίας περικλείει επίσης τις αναφορές, ορατές µα ταυτόχρονα καλοχωνεµένες, της συγγραφέως, κυρίως από τη σύγχρονη αγγλοσαξονική παράδοση. Από τη δική µου σκευή θα ανέσυρα τα ονόµατα του Μπαρνς και της Στράουτ, ανάµεσα σε τόσα άλλα. Επίσης, αµφιλεγόµενο σχόλιο, δείγµα του τρόπου µε τον οποίο ο κόσµος, και δη ο λογοτεχνικός, έχει δοµηθεί, είναι και εκείνο περί γυναικείας λογοτεχνίας, σχόλιο που και µόνο η σκέψη του γεννά την ανάγκη για διευκρινίσεις. Και αυτό εδώ, αφήνω στην άκρη την αρνητική µπέρτα που φέρει, είναι ένα σπουδαίο δείγµα γυναικείας λογοτεχνίας, κάτι το οποίο µόνο έµµεσα αποδίδεται στην Ντούµπρου, αφού η επινοηµένη αφηγήτρια είναι εκείνη που το φέρνει εις πέρας µε τέτοια πειστικότητα και επιτυχία.

Συνολικά και καταληκτικά, ο Αρκτικός είναι ένα πάρα πολύ ωραίο βιβλίο, µιας υψηλής λειτουργικότητας και λεπτοµέρειας κατασκευή µε σπουδαία συνοχή, που διαβάζεται αχόρταγα. Πάµε πάλι: ποιος λέει (ακόµα) πως δεν γράφεται καλή λογοτεχνία στα µέρη µας;


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα