Τετάρτη, 6 Νοεμβρίου, 2024

Αρμονία και Φως

ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΥΡΑΪΔΗ
Ποιητή – Συγγραφέα

Α΄.  Αρμονία και φως:
Στην Ποιητική Συλλογή “Αρμονία και Φως”,  ο πολυβραβευμένος Δημήτρης Τυραϊδής, αφήνει να ξεδιπλωθεί αβίαστα όλο το γαϊτάνι της ώριμης ποιητικής του γνώσης, και μας δίνει ακόμη ένα πόνημα κατάλληλο για Σχολικές Βιβλιοθήκες και εκπαιδευτικά εγχειρίδια. Δεν είναι σχήμα λόγου.  Στην ποίησή του, αναβιώνει το πνεύμα των μεγάλων Ελλήνων ποιητών μας καιρών αλλοτινών και δίνει ξεκάθαρο το μήνυμα πως το ελληνικό πνεύμα είναι αθάνατο, αστείρευτο και ατελεύτητο. Είναι κατά συνέπεια πρέπον, τα ελληνόπουλα να μυηθούν στα υψηλά νοήματα της ποίησης Τυραϊδή.
Εραστής της κλασσικής έμμετρης ποίησης (σε 15σύλλαβο κατά προτίμηση) και καλός γνώστης των ποιητικών όρων της πλούσιας ελληνικής γλώσσας, καθηλώνει τον ψυχισμό του αναγνώστη καθώς πιάνει επιδέξια όλες τις εκφάνσεις της ζωής με ιδιαίτερη έμφαση στην αγάπη στην οποία αφιερώνει ειδικό ένθετο στο τέλος του βιβλίου, αλλά και στον έρωτα, καθώς, όλα τα ποιήματά του αποπνέουν μια αδιόρατη αύρα γλυκού ερωτισμού σε σημείο που δεν δυσκολεύεται κάποιος προσεκτικός αναγνώστης, να του αποδώσει τον ορισμό του “ποιητή του έρωτα”.  Ξεκάθαρα το ομολογεί στην “Ανεκπλήρωτη αγάπη” καθώς γράφει:
“Ας ήταν μια ολόκληρη ζωή να με κοιτάζουν,
τα μάτια της που λάμπουνε σαν τον Αυγερινό,
θαρρώ γίνονται βάλσαμο οι ματιές τους και λaγιάζουν
τον πόνο που’ χω στην ψυχή, που πλάι της δεν ζω”
Ξεκινάει το βιβλίο του με αναφορές σε αγαπημένα του πρόσωπα, αρχής γενομένης με το ποίημα το αφιερωμένο στη μνήμη της πολυαγαπημένης του ανηψούλας Αγγελικής Ιωάν. Τυραϊδή (στην οποία και αφιερώνει το βιβλίο τούτο).  Συνεχίζει με τον νεογέννητο εγγονό του, αλλά δεν  παραλείπει και τον αγαπημένο του δάσκαλο ποιητή, συγγραφέα και ακαδημαϊκό, αείμνηστο Νίκο Μαραγκουδάκη. Βαθιά ανθρώπινος ο ποιητής, κάνει στάση στη μνήμη και στο συνάδελφο πυροσβέστη που θυσίασε τη ζωή του στο  καθήκον της σωτηρίας του συνάνθρωπου.
Ευαίσθητος, εστιάζει την πένα του στη μάνα, υμνεί την κρυφή της αίσθηση απέναντι στο σπλάχνο καθώς:
“Της μάνας μένουν άγρυπνα τα μάτια της ψυχής της
κι ας είν’ μακριά το σπλάχνο της εκείνα το θωρούν
κι είναι στ’ αλήθεια τυχεροί όσοι έχουν την ευχή της
κι όσοι μπορούν τον πόνο τους σε’ κείνη να τον πουν.”
Υμνεί με τρόπο ξεχωριστό τα όνειρα της, το στεναγμό της, τη μοναξιά της σαν φύγουν τα παιδιά, την προσευχή της στον `Αγιο σαν φύγει το σπλάχνο μακριά, και κάνει ιδιαίτερη μνεία και στο στερνό μισεμό της, καθώς:
“Πρόβαλε η αυγή η ροδόπεπλη και βρήκε τη μανούλα
μ’ ένα γελάκι ανάλαφρο στα χείλη της αχνό,
ασάλευτη δίχως πνοή κι έπλενε με δροσούλα
το πρόσωπό της που ήτανε  σαν χαμομήλι ωχρό.”
Ας λείπει από τον τόπο τον γεννήτορα ο Τυραϊδής, αφήνει τη νοσταλγία του να πλανηθεί στο ερημωμένο χωριό του, στο ρημαγμένο σπιτικό…Υμνεί όμως και τη δεύτερή του πατρίδα την Κίσσαμο, αλλά και τα Χανιά κατ’ επέκταση.  Υμνεί σαν γνήσιος πατριώτης και την Ελλάδα μας, με χωριστές αναφορές στον Παρθενώνα, στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, στις Θερμοπύλες, αθάνατα τρόπαια και ινδάλματα στέρια στους αιώνες.
Σαν στοργικός πατέρας ο ποιητής, βλέπει με μάτι πατρικό όλους τους νέους και επιχειρεί παραινέσεις φιλοπατρίας, αγώνα στις κακοτυχιές, αγάπης, ελπίδας, συμπόνιας αλλά και πίστης στα όνειρά τους.
Απλόχερα όμως ο ποιητής στρέφει τις συμβουλές του και στον καθένα, στον καθένα μας λέγοντας:
“Ξέχνα το χθες και μη γυρνάς ξανά στα περασμένα
κρύψε της άσχημες στιγμές στα μύχια της ψυχής,
που στη ζωή σου πέρασες και πες πως ήταν ένα
όνειρο που σκορπίστηκε στα ρόδα της αυγής”
Και παρομοιάζοντας τη ζωή με «πέλαο» γαλήνιο όσο και ανήμερο και αχόρταγο, συμβουλεύει μακριά και από κάθε λογής παγίδες, Σειρήνες, σαν καλός καπετάνιος στης ζωής το σκαρί αλλά και δίνει έμφαση στους “σπουδαίους” που τους στρώνουν χαλιά για να διαβούν.  Προσηλώνεται ακόμη ο ποιητής στους σύγχρονους καιρούς που βρήκαν και μαστίζουν την πατρίδα, προτρέποντας:
“Αντισταθείτε στους εχθρούς, μονιάστε, συνταχτείτε
του Αχιλλέα απόγονοι κι εγγόνια του Ηρακλή,
κι η ιστορία σας καλή, στο ύψος σας σταθείτε,
όλοι στα μετερίζια μας, η Ελλάδα μας καλεί.”
Τον απασχολεί όμως, και  ο πληθωρισμός των αξιών της σύγχρονης εποχής.
“Ξεράθηκαν και δεν ανθούν της ανθρωπιάς οι κρίνοι” γράφει,  και θρηνεί τον άστεγο που τέλειωσε τη ζωή του στο παγκάκι, αθέατος στην ανθρωπιά, και  “η απονιά του κόσμου γίνηκε μαχαίρι”… “κι έφυγε απ’ τη ζωή μ’ένα παράπονο ο φτωχός”… γράφει.
Προτρέπει ωστόσο τον καθένα (που σαφώς οδοιπορεί με τα βάσανά του), να μην αποστρέφεται τον ζητιάνο, το γύφτο στο τσαντίρι, τον μπεκρή, καθώς:
“Αίμα κυλάει στις φλέβες του όπως κυλάει και σένα,
στου πληγωμένου απ’ της κακής της μοίρας το σπαθί…”
Ευαίσθητος και στα Οικολογικά ο Ποιητής,  αποτυπώνει γλαφυρά το θαυμασμό του στο θαύμα της δημιουργίας και σημειώνει:
“Όταν ξυπνώ χαράματα που τ’ άστρα αργοσβήνουν
κι ολόγυρά μου απλώνεται μια σιγαλιά γλυκιά,
μέσα σ’ αυτή τη ζωγραφιά οι έγνοιες μου μ’ αφήνουν
και δε χορταίνω να θωρώ τη θεία τους ομορφιά.”
Θλίβεται παράλληλα για την κακοποίηση του θαύματος τούτου της δημιουργίας, της φύσης στην ολότητά της από την αλόγιστη ρύπανση που προκαλεί ο άνθρωπος στο όνομα μιας διφορούμενης “Ανάπτυξης”, θωρεί ακόμη και τον εαυτό του υπαίτιο σε ότι του αναλογεί καθώς ακούει τη “Φωνή της Πλάσης”, και διαπιστώνει:
“Τώρα η γης με μια πληγή μοιάζει που αιμορραγεί
θολή προβαίνει κι η αυγή κι η θάλασσα βογκάει
Έλεος! Κράζει η ανθρωπιά, όμως την πνίγει η οργή
το ψέμα δίχως έλεος τον κόσμο κυβερνάει…”
Ευαίσθητος ο Ποιητής στα ενδόψυχα υπαρξιακά σκιρτήματα, τα περιγράφει γλαφυρά στον όποιον “ιχνηλάτη” –καθώς ονομάζει- που αποζητά τα ίχνη της ουράνιας αλήθειας, και διαισθάνεται τη “μυστική φωνή της ψυχής” στο ομότιτλο ποίημά του καθώς πραγματοποιεί μια αναδρομή ζωής.  Τονίζει τη δύναμη της πίστης αλλά δεν παραλείπει να τονίσει και το πρόσκαιρο της ζωής καθώς, “για όλους η στράτα της ζωής κάποτε τελειώνει, είναι του Πλάστη προσταγή” κάτι που το δέχεται στωικά.  Δεν περιορίζεται όμως μόνο σε αυτά, ο Ποιητής. Αποζητά την “αλήθεια της ζωής” και σημειώνει:
«Η αλήθεια που ζητάς να βρεις γύρω σου είναι γραμμένη
“άνοιξ’ τα μάτια της ψυχής άνθρωπε να τη δεις”
μου
λέει μια μυστική φωνή που απ’ την ψυχή μου βγαίνει
“κι απεγνωσμένα μη ζητάς στ’ αστέρια να τη βρεις.”…»
Δεν παραλείπει να αναφερθεί ο Ποιητής και στη σύγχρονη μάστιγα της προσφυγιάς, καρπό της αδηφάγου πολεμοχαρούς θεότητας του `Αρη αλλά και του Μαμμωνά καθώς τους τρέφουν και τους γιγαντώνουν εκείνοι που έχουν συντάξει το Δίκαιο του Ισχυρού.  Εμφανίζει γλαφυρά την άχαρη εικόνα της προσφυγιάς και εστιάζεται στα αθώα θύματα στα μικρά παιδιά, καθώς:
“Μάνα ψωμί”, “μάνα νερό” φωνάζουνε θλιμμένα
με δυο κουρέλια στο κορμί στα μάτια την κοιτούν
κι απλώνουν τα χεράκια τους τα χιλιολερωμένα,
κι από τ’ αθώα μάτια τους δάκρυα πικρά κυλούν.
Και απευθύνει παράκληση στους δυνατούς: “Να κλείσουν όλες οι δύσβατες της προσφυγιάς οι στράτες, κι άλλους μη δούνε ναυαγούς του κόσμου οι ακρογιαλιές…”
Δεν παραλείπει ακόμη ο Τυραϊδής να αναφερθεί στην οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα μας και εστιάζει ψυχή, ματιά και πένα σε εκείνο το συνάνθρωπο που η απόγνωση της κρίσης αυτής, τον οδήγησε στον θάνατο, καθώς του ψιθυρίζει:
“Τώρα το μήνυμά σου από τ’ αστέρια
και μέσα απ’ το δικό σου αστέρι το θωρούμε
που λέει δεν δείχνουν έλεος τα ασκέρια
σε κείνους που στα δίχτυα τους μπλεχτούνε…”…
Δεν τον εγκαταλείπει όμως, η ελπίδα.  Είναι εκείνη που θεωρεί πως αποδιώχνει τη θλίψη και τη μοναξιά. Είναι εκείνη που χώρια από τα ανθρώπινα τα εσώψυχα κάνει αισθητή την παρουσία της στα ανθάκια της αμυγδαλιά, για να αποδιώξει το συναίσθημα της βαρυχειμωνιάς, μα και στη μικρή ριζούλα του αγριολούλουδου που απόμεινε μονάχη  σαν έγινε βορρά το κορμάκι του σε θύελλες και ακρίδες.  Μονάχη ριζούλα, για να ξαναδώσει την ευωδιαστή θωριά στο αγριολούλουδο. Υμνεί την ελπίδα, τη θωπεύει καθώς της λέει:
“Ω, της ζωής κόρη ακριβή γλυκομιλούσα ελπίδα
στη θλίψη και στη μοναξιά αιώνια συντροφιά,
παρηγοριά σ’ όσους βρεθούν σ’ άγρια καταιγίδα
μες της ζωής το πέλαος, κι απαντοχή γλυκιά.”
Β΄. Επίλογος:
Κάθε ποίημα του Δημήτρη Τυραϊδή είναι και μια «εστία» μελέτης, ανάλυσης, ανάπτυξης, γνώσης, περισυλλογής.  Σε ευχαριστούμε Ποιητή για ότι μας έδωσες και για ότι μας δίνεις. Σεμνά, παραμερίζουμε για να περάσεις και να διαβείς ανεμπόδιστος το δρόμο της Ποίησης, άξιος διαβατάρης στο φεύγα των καιρών…

* Γεωπόνος –Συγγραφέας
Μέλος της “Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων”


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα