Η ποίηση αποτελούσε διαχρονικά πηγή έμπνευσης για τους συνθέτες και η μελοποίηση ποιημάτων έδωσε μερικά από τα πιο πολύτιμα διαμάντια της ελληνικής τραγουδοποιίας.
Ένα τέτοιο τραγούδι είναι και το “Στο περιγιάλι το κρυφό” ή αλλιώς “Άρνηση”, σε ποίηση του Γιώργου Σεφέρη και σύνθεση του Μίκη Θεοδωράκη.
Η ιστορία του ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του 1920, στο Παρίσι, όπου ο νεαρός Σεφέρης σπουδάζει νομική και προετοιμάζεται για καριέρα στο διπλωματικό σώμα. Εκεί θα γνωρίσει τη 18 χρονών τότε Ζακλίν Πουγιουλόν. Θα ζήσουν έναν έρωτα για περίπου 2 χρόνια που θα διακοπεί όταν ο Σεφέρης επιστρέφει στην Αθήνα. Η απόσταση θα πυροδοτήσει μια αλληλογραφία ανάμεσα στο ζευγάρι, που θα κρατήσει περίπου 10 χρόνια. Σε κάποιο από τα γράμματα του ο Σεφέρης θα συμπεριλάβει τους στίχους της “Άρνησης”, με το ποίημα να τελειώνει ως εξής:
“Με τι καρδιά, με τι πνοή
Τι πόθους και τι πάθος
Πήραμε τη ζωή μας.
Λάθος!
Κι αλλάξαμε ζωή”
Με τους ίδιους στίχους, αλλά με μία μικρή αλλαγή μιας στίξης, και με τον τίτλο “Άρνηση”, ο Σεφέρης θα συμπεριλάβει το ποίημα στην πρώτη του ποιητική συλλογή το 1931.
Στο τελευταίο μέρος του ποιήματος, η τελεία θα αντικατασταθεί από μια άνω τελεία αλλάζοντας έτσι το νόημα της πρότασης:
“Πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
Κι αλλάξαμε ζωή”
Χρόνια αργότερα, το 1962, ο Μίκης Θεοδωράκης έχει μόλις ολοκληρώσει τις δύο εκδοχές του “Επιταφίου” όπου έχει μελοποιήσει Ρίτσο και θέλει να συμπεριλάβει στη νέα του δισκογραφία κι ένα ποίημα του Σεφέρη.
Ο Σεφέρης όμως λέγεται ότι είχε πολλές αντιρρήσεις και ήταν επιφυλακτικός απέναντι στον συνθέτη.
Ο αστικός μύθος αναφέρει ότι ο Θεοδωράκης για να τον πείσει θα στείλει την εκδοχή του “Επιταφίου” από τη Μούσχουρη με τον Χατζιδάκι, κι όχι την εκτέλεση του Μπιθικώτση.
Ο Σεφέρης θα παραμερίσει τελικά τις αντιρρήσεις του και το ποίημα “Άρνηση” θα μελοποιηθεί.
Τον ποιητή όμως τον “καίει” η άνω τελεία που υπάρχει στην τελευταία στροφή και θα επισημάνει στο συνθέτη πως η παράλειψή της αλλάζει τελείως το νόημα του τραγουδιού!
Ο ίδιος ο Θεοδωράκης είχε διηγηθεί σχετικά:
«Όταν ηχογραφούσαμε, λέω στον Μπιθικώτση “πρόσεξε την άνω τελεία. Εκεί που λες πήραμε τη ζωή μας, βάλε παύση πριν πεις λάθος”. Στα αυτιά μου είχα την προτροπή – παράκληση του ποιητή: “Την άνω τελεία! Την άνω τελεία! Αλλιώτικα μού αντιστρέφεις το νόημα”. Τελικά όμως αυτό αποδείχθηκε ανεφάρμοστο στην πράξη, με αποτέλεσμα να ακουστεί η λέξη “λάθος” κολλητά στο “πήραμε τη ζωή μας”, δίνοντας αντίθετο νόημα στο ποίημα».
Το τραγούδι κυκλοφορεί και γνωρίζει τεράστια επιτυχία, όμως οι σχέσεις των δύο αντρών θα διαταραχθούν. Ένα βράδυ ο Μίκης θα πάρει μαζί του Σεφέρη και θα τον κάνει βόλτα σε όλες τις ταβέρνες της Αθήνας, όπου ο ποιητής θα ακούσει τον κόσμο να τραγουδά το ποίημα του και θα μαλακώσει!
«Ποτέ ίσως ένας Σεφέρης δεν είχε γίνει σαν μικρό παιδί. Γελούσε, έλαμπε ολόκληρος από ευτυχία, και νομίζω πως εκείνη τη βραδιά επέτρεψε στην τόσο αυστηρή του καρδιά να με αγαπήσει. Στο μέτρο φυσικά του επιτρεπτού για ένα διπλωμάτη…», είχε αναφέρει ο κορυφαίος συνθέτης για την περιπέτεια της… “Άρνησης”.
Καλές ακροάσεις μέχρι την επόμενη ιστορία με ρεφρέν
* Η Μαρία Σουρουκίδου είναι ραδιοφωνική παραγωγός