Είναι μερικά πράματα στη ζωή, που σε κρατάνε με την ανάσα κομμένη, τη καρδιά μαυρισμένη και τα μάτια στραμμένα αψηλά.
Eίναι οι στιγμές που βουτάμε στη θλίψη κι απαντέχουμε μετρώντας σα τις χάντρες τα δευτερόλεπτα, τις στιγμές, της καρδιάς μας τους χτύπους και τις δυνάμεις μας α θε ν’ αντέξουνε. Και διαπιστώνουμε πως, ναι, η ζωή μας, αυτή η τρίχα που αιωρείται ανάμεσα γης κι ουρανό, αυτή η τόσο λεπτή μα και δυνατή χαραματιά που μας κρατά στον απάνω κόσμο και μας ξεχωρίζει από τα ζώα, ναι, είναι το παν. Το μεγαλείο και το νόημα να λεγόμαστε ανθρώποι.
Τούτες τις σημαδιακές κι αφόρητα σκληρές στιγμές είμαστε πρόθυμοι να πετάξουμε στο καλάθι των αχρήστων εγωισμούς, ζήλιες, κακίες κι έχτρητες, να παραγκωνίσουμε το άπληστο κυνήγι των φθαρτών υλικών, και να κρατήσουμε μόνο της καρδιάς μας, της καρδιάς των ανθρώπων μας τους χτύπους ηχηρούς. Ζωογόνους.
Θυμάσαι; Ήταν θαρρώ, επροψέ σαν αρρώστησε βαριά ο δικός μας ο άνθρωπος. Ο φίλος, ο συγγενής, μπορεί κι εμείς οι ίδιοι.
Ναι. Ηχηρά ακόμα τρυπούνε τ’ αυτιά μου οι αγωνιώδεις φωνές των γιατρών σαν βρέθηκα στον κυκεώνα της αμφισβητούμενης ύπαρξης ή εξαφάνισης του είναι μου, όταν δίνανε τη δικιά τους τη μάχη.
«Πρέπει να τα καταφέρουμε. Να προλάβουμε τα χειρότερα», λέγανε ψιθυριστά.
«Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος;» τραύλισα, μα άμεση, κοφτή ήρθε η εντολή από μέρους των.
«Το μόνο που θέλουμε από σένα, να μην αγχώνεσαι και ανεβάσεις πίεση. Για να πάνε όλα καλά.»
Κι άντε να παλεύω με τα νεύρα μου να χαλαρώσουν μια τέτοια στιγμή, να ηρεμήσω. Όλα τα έσβησα μέσα μου κι έμεινα μονάχα με το Θεό, τους Αγίους και το νου μου σε παιδιά και γυναίκα που αγωνιούσαν παραδίπλα. Και τα κατάφερα. Λες και πήγαινα βόλτα στην παραλία. Και οι γιατροί, δοξάζω τον Θεό, κι αυτοί τα κατάφεραν. Και νάμαι σήμερα, επικοινωνώ με εσάς τα αγαπημένα μου πρόσωπα.
Φτερουγίζει ακόμα ο νους μας προς τις αραχνιασμένες εκείνες τραγωδίας ώρες.
Ευκή μου, μακάρι και ποτέ να μη συνέβηκε, μηδέ και να συμβεί για σένα φίλε μου αναγνώστη. Μα θαρρώ πως κάποια στιγμή ήρθαν, απρόσμενες καυτερές οι σαϊτιές που πονέσαμε, κλάψαμε, χτυποκαρδίσαμε και συμπονέσαμε σχεδόν όλοι μας για το μαρτύριο εκείνου που του είχαμε μια ξεχωριστή γωνίτσα στη καρδιά μας. Και φέρναμε στο νου μας όχι μοναχά αυτόν που βογκούσε, μα και τη φαμίλια του, για το τρομερό της μοίρας σκληρό χτύπημα.
Κι ήτανε από αυτές τις στιγμές που απομένουν σμιλεμένες για πάντα στη πλάκα ετούτης της ζωής μας, όταν μαύρα τα γεράκια, αιμοσταγή, πετούσανε έτοιμα ν’ αρπάξουνε το δικό μας άθρωπο.
Τον Κώστα, το Μανόλη, για, το Δημητρό.
Μαύρισε το σύμπαν κι οδυρμός έπεσε. Κι όλοι θαρρώ ατενίσαμε προς το εικονοστάσι, γιατί αυτές τις αιώνιες ανασαιμιές που ξεχνάμε τα ποταπά και κρατάμε την ουσία, ζούμε το όραμα και δεν ρωτάμε πια αν υπάρχουν οι Άγιοι, πιστεύουμε, και ικετεύσαμε για το θαύμα.
Κι είναι λιαχτίδα παρηγοριάς, σαν τους βλέπουμε να καλυτερεύουν.
Κι η βελτίωσή τους μας δίνει τότε φτερά να κάνουμε την ευκή.
«Γρήγορα, να βρεθούν και πάλι ανάμεσά μας. Στο σπίτι, στις δουλειές τους, στον καφενέ, στο πανηγύρι Θεέ μου. Γεροί, κατάγεροι. Σαν και πρώτα».
Μα δε μπορώ να ’ρεμήσω. Πάλι μου γρατζουνά ετούτες τις ευαίσθητες χορδές η κατοπινή μας αλαζονικιά τρεχάλα. Για λεφτά παραπανίσια. Μπορεί και βλαβερά. Για οφίτσια παράνομα και καταχρηστικά. Για πουντραρισμένα ψεύτικα κι ίσως επιβλαβή μεγαλεία, και για ένα αγώνα δρόμου, με την ανάσα κομμένη πολλές φορές, για το τίποτα.
Και φευ! Για ένα παράφρονα συναγωνισμό, για το ποιος τάχα θα προκάνει πρώτος, το μάτι του αλλουνού να βγάνει.
Ξανά αναρωτιέμαι και μπλαντώ. Δεν υπάρχει τάχα μια χρυσή τομή, που να ροδίζει και της σημερινής κοινωνίας μας τη μολυβένια κατρακύλα;
Εύχομαι κι αισιοδοξώ, φίλοι μου αγαπημένοι.
Του τόπου μας όλοι σπουδαία τέκνα.
Που όταν θέλουμε, θα τον λαμπρύνουμε!