Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Ας βρούμε την ομορφιά στη ζωή

«Δεν μπορώ να υποφέρω τον κόσμο, έτσι όπως είναι φτιαγμένος˙ χρειάζομαι λοιπόν το φεγγάρι ή την ευτυχία ή την αθανασία ή τέλος πάντων κάτι άλλο, που να είναι μεν παράλογο, αλλά που να μην ανήκει σ’ αυτόν τον κόσμο»
Αλμπέρ Καμύ

Σε στιγμές που δεν έχει χώρο ο ενθουσιασμός και η αισιοδοξία αλλά μόνο η ηττημένη καθημερινότητα, χωρίς αξιώσεις για μέλλον, καθώς και η δυνητική απειλή που κυοφορεί η αβεβαιότητα, επιστρέφουμε πάντα στους τόπους, όπου ο ήλιος της νεότητας είναι επαρκής και η μουσική έρχεται από τις ρωγμές της ασύλληπτης πολυφωνικής ενότητας της νεανικής ανεμελιάς, αλλά επιπλέον και από την εμπειρία και τη δύναμη της υπερβολικά ανεπιφύλακτης φιλίας.
Επιστρέφουμε πάντα στον ίδιο – μη αμφισήμαντο – χώρο ζωής και θερμής συγκίνησης. Στο χώρο με την εφηβεία μιας άλλης ευαισθησίας και συναισθηματικής εγγύτητας.
Πρόκειται για το μυστήριο της σχέσης που διατηρεί η σκέψη με τόπους και χρόνους μέσα στους οποίους εγγράφονται η μαγεία και η μυθοποίηση μιας διελκυστίνδας πραγμάτων ζωτικής σημασίας.
Είναι ένα είδος ευθανασίας των πραγμάτων που υποφέρουν μέσα μας και που θα μας συνοδεύουν για πάντα, ως ερωτήματα και όχι ως προβλήματα που θα βρουν κάποτε απάντηση.
Μια από αυτές τις στιγμές, είναι και αυτή που ζούμε σήμερα, στην οποία πράγματι εξελίσσεται κάτι μεγάλο, που θα συντρίψει τις παλιές κατακτημένες συνθήκες ζωής και εμείς τώρα είμαστε ανυπεράσπιστα κομμάτια αυτής της συντριβής.
Έχουμε ήδη διαβεί τον πρόναο, όπως θα έλεγε ο Hegel και η κρίση της ζωής είναι παρούσα – “αναγγέλεται”. Διότι δεν απειλείται το περιεχόμενο εκείνης ή της άλλης σχετικής με τη ζωή παράστασης, αλλά το ίδιο το STATUS της παράστασης.
Επίμονα ηχεί στο μυαλό μου η φράση του Κορνήλιου Καστοριάδη, στα Σταυροδρόμια του Λαβυρίνθου: “το ανήριθμον γέλασμα της ελληνικής θάλασσας δεν ακούγεται πλέον” – “το ανήριθμον γέλασμα των κυμάτων” αποτελεί έκφραση του Αισχύλου στον Προμηθέα Δεσμώτη.
Αν αφήσουμε τους στίχους αυτούς να αντηχήσουν, αν ακούσουμε τις αρμονικές συγχορδίες τους, θα ανακαλύψουμε το πρελούδιο της γνωριμίας μας με τη νέα κατάσταση – με τα ευδιάκριτα περιγράμματα των ίδιων των πραγμάτων – όπως και την ανάγκη να αποδεχθούμε, με την πιο υψηλόφρονη συγκατάβαση, το νέο πλαίσιο των ανθρωπίνων ενδιαφερόντων, που παραπέμπουν στα τρία Καντιανά ερωτήματα: τι πρέπει να κάνω; Τι μπορώ να γνωρίσω; Τι μου επιτρέπεται να ελπίζω;
Πρόκειται για την υπαρξιακή ανάγκη αναζήτησης μιας νέας ελπίδας, που να περιέχει την απάντηση στις δικές μας προσδοκίες και η οποία οδηγεί στην καρδιά ενός ελληνικού μύθου, του μύθου της Πανδώρας του Ησιόδου.
Κατά το μύθο, η ελπίδα κλείστηκε σε ένα κουτί, όπως το περίφημο αγγείο της Πανδώρας, που ανοίγοντάς το ξεπήδησαν όλα τα δεινά της ανθρωπότητας και, ξανακλείνοντάς το, έκλεισε μέσα και την ελπίδα, που κανείς πλέον δεν μπορεί να ανοίξει.
Ωστόσο, παρότι η ελπίδα απουσιάζει από την πρωταρχική ελληνική στάση, παραταύτα, η κοινωνία διαφοροποιείται από την ιστορία και αφηγείται στον εαυτό της την ανάγκη αναζήτησης ενός πρωτόλειου μάγματος θάρρους και ελπίδας, εφόσον, σύμφωνα και με τον Αριστοτέλη, ο δειλός είναι άνθρωπος δίχως ελπίδα. Δεν έχει φλόγα ή πίστη. Δεν ανήκει στη χορωδία της ζωής, όπως θα έλεγε ο Ταρκόφσκι.
Αφηγείται την ανάγκη να ανακαλύψει το “ξενόφερτο φως”, στον περίφημο στίχο του Παρμενίδη, μυστηριώδες και λαμπερό μέσα στη νύχτα, γύρω από τη γη περιπλανώμενο, που παραπέμπει στη πολυσημία της ανθρώπινης περιπλάνησης, αναζητώντας το φως και την ομορφιά με το λαμπερό φεγγάρι και με τις Πλειάδες.
Την ανάγκη επιπλέον να αναζητά πάντα τη γοητεία των μύθων – δωρητών της άπορης παραμυθίας- αφού ο μύθος με την αυτούσια ελληνική αντίληψη γι’ αυτόν είναι η απεικόνιση μέσω της αφήγησης του νοήματος, της σημασίας που μια ορισμένη κοινωνία αποδίδει στον κόσμο και στον εαυτό της μέσα στον κόσμο και με την έννοια αυτή περιέχει κάτι που μοιάζει με φιλοσοφία. Αναδύεται έτσι μια όχι μικρή φιλοσοφική σημασία μέσα από μυθολογικές σημασίες, σα μια ζωτικά αναγκαία επισήμανση της παραμυθίας.
Επανέρχομαι στο Καντιανό ερώτημα: τί μας επιτρέπεται να ελπίζουμε; Είναι δύσκολο να έχει κανείς έτοιμη απάντηση. Ωστόσο, ο άνθρωπος πάντα θα αναζητά το “ξενόφερτο φως” της ελπίδας. Ακόμη και στα ερέβη του, θα ανακαλύπτει την ομορφιά της άνοιξης, του έρωτα, της ψυχής.
Αλλωστε, κατά τον Rene Char, η ομορφιά είναι παντού, ενώ κάποιοι άλλοι στίχοι του, που ταυτίζονται με τη σχετική με την βούληση προβληματική, ενσαρκώνουν όλα όσα ζούμε σήμερα όταν λένε: «Μικρέ θάνατε του καλοκαιριού / λύσε με από το ζυγό / φωτεινέ θάνατε / τώρα ξέρω να ζω».
Σε μια ατμόσφαιρα επισφάλειας και τεταμένης αναμονής, όπως είναι η σημερινή, που τόσες στιγμές της ύπαρξης μας στριμωγμένες σε μια γωνιά περιμένουν μια διέξοδο, η διέξοδος αυτή, εντέλει, έρχεται μέσω της λυτρωτικής χάρης της συντροφιάς, με τη μεγάλη και ισχυρή έννοια του όρου.
Σε έναν κόσμο βαθειά αντιφατικό, όπως είναι ο σημερινός, με την εξέλιξη των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών να συμπυκνώνει – υποταγμένη στην αποτελεσματικότητα – την αποξένωση και την παγωνιά της σιωπής, αλλά επιπλέον και την απώλεια της νοηματοδότησης της ανθρώπινης ζωής μέσω της θρησκείας – η οποία για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν παίζει πλέον κεντρικό ρόλο – η επιστροφή στους παλιούς μας τρόπους ζωής, κοινωνικοποίησης, επικοινωνίας και αποφόρτισης, φέρνει στο φως το εκπληκτικότερο θέαμα: την ενδόμυχη τρυφερότητά τους.
Μια εμπειρία που συντείνει στη χειραφέτηση της σκέψης από τις τραυματικές πολυπλοκότητες του παρόντος και τις αβεβαιότητες του μέλλοντος.
Μια εμπειρία που δίνει νόημα στην κάθε μας στιγμή και μας κάνει να σκεπτόμαστε: αυτό το αναρίθμητο γέλιο της ελληνικής θάλασσας έχει πράγματι πάψει να ακούγεται; Μου φαίνεται, αντίθετα, ότι η περιπλάνηση που τόσο μας συγκινεί, μας επιτρέπει να το ακούμε ακόμα.

 


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα