Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Ασαφείς διατυπώσεις ερωτήσεων μες στο μάθημα

Υπάρχουν πολλές λέξεις που πυροδοτούν τον γνωστικό οπλισμό του ανθρώπου. Γνωρίζοντας ο δάσκαλος ποιες λέξεις πυροδοτούν συγκεκριμένες διεργασίες σκέψεις (μνήμη, ανακάλυψη ή δημιουργικότητα), είναι σε θέση να δομεί σκόπιμα ερωτήσεις που οδηγούν στην επίτευξη των προτιθέμενων σκοπών του μαθήματος. Τέσσερις λέξεις που εισάγουν ερωτήσεις και χρησιμοποιούνται σε μεγάλο βαθμό απ’ τον δάσκαλο κατά τη διάρκεια του μαθήματος είναι οι: Τι, Γιατί, Πότε και Πώς. Οι λέξεις αυτές αφήνουν πολλά περιθώρια για ασάφειες και έτσι δεν προσανατολίζουν τη σκέψη προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Ύστερα από παρατηρήσεις μες στην τάξη διαπιστώθηκε ότι οι λέξεις αυτές:
Αναφέρονται είτε στη μνήμη και την ανακάλυψη είτε στη δημιουργικότητα, όχι όμως  και σε κάποια συγκεκριμένη γνωστική ενέργεια.
Πρέπει να συνοδεύονται από κάποια άλλη λέξη όταν χρησιμοποιούνται σ’ ερωτήσεις      προκειμένου να υποδεικνύουν μια συγκεκριμένη γνωστική ενέργεια. Μάλιστα, μελέτες έχουν δείξει ότι οι ερωτήσεις που ξεκινάνε με τη λέξη πώς και ζητάνε απ’ τον μαθητή να δικαιολογήσει κάποιες διαδικασίες που ακολούθησε (π.χ., Πώς έλεγξες ότι… ;), σχετίζονται με δεξιότητες μεταγνώσης (δηλαδή, την ικανότητα του μαθητή να μπορεί να συλλογίζεται τις δικές του γνωστικές δυνατότητες).
Επιτρέπουν στους μαθητές κι όχι στον δάσκαλο να επιλέξουν τη συγκεκριμένη γνωστική ενέργεια για να απαντήσουν στην ερώτηση (όταν ο σκοπός δεν είναι μια συγκεκριμένη αντίδραση, αυτή η ελευθερία της επιλογής έχει τα λιγότερα μειονεκτήματα·  παρ’ όλ’ αυτά, όταν οι αντιδράσεις των μαθητών πρέπει να ταιριάξουν με μια προβλεπόμενη απάντηση σε μια ερώτηση, προκύπτουν συνήθως λάθη, παρανοήσεις και σύγχυση).
Απαιτούν ευελιξία και ελευθερία, από μέρους του δασκάλου, όταν αξιολογεί τις αντιδράσεις των μαθητών, μιας και δεν αναφέρονται σε κάποια συγκεκριμένη γνωστική ενέργεια.
Επιτρέπουν, ακόμα και ενθαρρύνουν, τη διατύπωση γνωμών και θέσεων (οι ερωτήσεις μιας συνέντευξης κι οι αλληλεπιδράσεις σε μια συζήτηση στηρίζονται σε αυτές ακριβώς τις λέξεις).
Έχει υποστηριχτεί από ειδικούς ότι οι λέξεις αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να κάνουν τους μαθητές να επαναλάβουν με δικά τους λόγια μια ιστορία ή κάτι άλλο που διάβασαν η άκουσαν. Επιπλέον, οι λέξεις τι και πότε εισάγουν ερωτήσεις κλειστού τύπου, δηλαδή ερωτήσεις που επιδέχονται ένα μικρό αριθμό αποδεκτών απαντήσεων κι εστιάζονται κυρίως στην ανάκληση πληροφοριών απ’ τη μνήμη, στη σύγκριση και την αντιπαραβολή, στην εφαρμογή διδαγμένης γνώσης, στη λύση νέων προβλημάτων και στην εκφορά κρίσεως.
Υπάρχουν φορές μες στην τάξη που από γνωστικής απόψεως είναι  κατάλληλο να κάνεις ερωτήσεις που ξεκινάνε με τις λέξεις τι, γιατί, πότε και πώς. Για παράδειγμα, αυτές οι λέξεις είναι ουσιώδεις όταν κάποιος γυρεύει γνώμες, αποσπά πληροφορίες από κάποιον ειδικό, η εξερευνά καινούργια θέματα. Όταν χρησιμοποιούνται σε ερωτήσεις προερχόμενες απ’ τον δάσκαλο, οι μαθητές είναι που θα επιλέξουν σε ποια γνωστική ενέργεια θα προβεί ο νους τους προκειμένου να τις απαντήσουν. Όταν ο δάσκαλος γυρεύει μια συγκεκριμένη απάντηση, οι λέξεις αυτές δεν βοηθάνε. Όταν, όμως, η επιδίωξη του δασκάλου είναι ν’ ανακαλύψει σε ποιες γνωστικές ενέργειες στηρίζεται, αρχικά, ο μαθητής, τότε η χρήση τέτοιων ασαφών λέξεων είναι κατάλληλη.
Ο δάσκαλος μπορεί να μάθει πολλά σχετικά μ’ αυτές τις γνωστικές προτιμήσεις του μαθητή κάνοντας ερωτήσεις που ξεκινάνε με το τι ή το γιατί. Όταν μιλάμε με άτομα που συναντάμε για πρώτη φορά ή με ισχυρογνώμονες και στενών αντιλήψεων ανθρώπους, συνήθως κάνουμε ερωτήσεις τέτοιου τύπου για να πάρουμε πληροφορίες σχετικά με το πώς σκέφτονται σε γενική βάση (ποιες είναι οι γνωστικές τους προτιμήσεις). Επίσης έχει προταθεί να γίνονται ερωτήσεις που ξεκινάνε με το γιατί και το πώς προκειμένου οι μαθητές να δίνουν εξηγήσεις, να κάνουν κάποια αξιολόγηση, ή να κινητοποιούν τη φαντασία τους.
Μια άλλη κατηγορία ερωτήσεων είναι αυτές που οδηγούν τον μαθητή ν’ απαντήσει μ’ ένα απλό ναι ή όχι. Αν ο δάσκαλος επιθυμεί οι μαθητές του να σκεφτούν περαιτέρω για ένα συγκεκριμένο θέμα, θα πρέπει να αποφεύγει τις ερωτήσεις που οδηγούν σ’ ένα ναι ή σ’ ένα όχι. Εκτός και αν επιδιώκει μια τέτοιου είδους απάντηση.
Αναφέρεται χαραχτηριστικά από ερευνητές ότι οι ερωτήσεις που επιτρέπουν στον μαθητή να απαντήσει μ’ ένα ναι ή ένα όχι αποτελούν χάσιμο χρόνου και παράλληλα του προκαλούν σύγχυση σχετικά με το ποια είναι η έμφαση που θέλει να δώσει το μάθημα. Οι ερωτήσεις αυτές πρέπει να αποφεύγονται και για δύο άλλους λόγους. Πρώτον, επιτρέπουν στον μαθητή να μαντεύει την απάντηση· κι αυτό γιατί ο μαθητής θα απαντάει την ερώτηση με ποσοστό επιτυχίας 50% ακόμα κι αν δεν γνωρίζει ποια είναι η σωστή απάντηση. Δεύτερον, οι ερωτήσεις αυτές έχουν χαμηλή διαγνωστική ισχύ καθώς οι απαντήσεις που δίνουν οι μαθητές σε τέτοιες ερωτήσεις δεν λέν’ πολλά για το επίπεδο κατανόησής τους.
Κάνοντας τέτοιου είδους ερωτήσεις που αποτελούν, όμως, μέρος μιας σειράς ερωτήσεων σχεδιασμένων να οδηγήσουν τον μαθητή στην ουσία του μαθήματος, συνιστά μια διαφορετική γνωστική εμπειρία από το να ρωτάς μεμονωμένες ή τυχαίες ερωτήσεις που οδηγούν σ’ ένα ξερό ναι ή όχι. Πράγματι, οι ερωτήσεις αυτές μπορούν να γίνονται για να προετοιμάζονται οι μαθητές για περαιτέρω ερωτήσεις άλλου τύπου.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα