«Τ’ αποφάσισα. Θα ‘φευγα κρυφά σ’ άλλη πόλη, ίσως και σ’ άλλη χώρα. Αυτή η πεντάχρονη σχέση, που ξεκίνησε σαν παθιασμένος έρωτας, είχε φτάσει πια σ’ αδιέξοδο. Η Ελένη κάθε μέρα γινότανε και πιο απαιτητική, πιο τυραννική. Ήθελε να εξουσιάζει ακόμα και την σκέψη μου, να την κατευθύνει στους δρόμους που τραβούσε η δική της. Την παραμικρή απόκλιση τη θεωρούσε έλλειψη αγάπης από μέρους μου. Ασφυκτιούσα…
Η απόφασή μου ήταν οριστική. Έβγαλα εισιτήριο αεροπορικό για την επόμενη βδομάδα και βάλθηκα, μυστικά, να τακτοποιώ τις εκκρεμείς μου υποθέσεις.
Την παραμονή της αναχώρησής μου, κοιτάζοντας από το παράθυρο το μικρό κήπο μπρος από το σπίτι όπου έμενα, ένιωσα, εντελώς απροσδόκητα, μια θλίψη που δε θα ξανάβλεπα το γιασεμί, σα να επρόκειτο γι’ αγαπημένο πρόσωπο που θα αποχωριζόμουνα για πάντα. Βγήκα όπως ήμουν, με τις σαγιονάρες, κι άρχισα να κόβω και να μυρίζομαι τα τελευταία άσπρα ανθάκια του. Το άρωμά τους κατέβηκε τόσο βαθιά μέσα μου, που τα μάτια μου υγράνθηκαν. «Αδιόρθωτε αισθηματία!» ειρωνεύτηκα τον εαυτό μου και κίνησα ν’ απομακρυνθώ από το γέρικο γιασεμί. Μα το δεξί μου πόδι δεν σηκωνότανε, σαν κάτι να το κρατούσε δεμένο στη γη. Το ίδιο και τ’ αριστερό. Και τότε είδα πως τα δάχτυλα των ποδιών μου είχανε γίνει ρίζες και είχανε χωθεί στο χώμα του κήπου. Δέκα δυνατές ρίζες που βυθιζόταν όλο και πιο βαθιά. Και τα δάχτυλα των χεριών μου γινόταν βλαστοί που πετούσανε φύλλα. Όσο κι αν φαινόταν απίθανο, μεταμορφωνόμουν σε δέντρο, από κείνα τα καλλωπιστικά των μικροαστικών κήπων! Κουνούσα απελπισμένα τα κλαδιά μου, ήθελα να φύγω, μα ήταν αδύνατο. Πλάι στις ρίζες μου άσπριζε, πεσμένο, το αεροπορικό μου εισιτήριο.
Βασίλευε ο ήλιος όταν ήρθε η Ελένη. Το περίεργο είναι πως με την πρώτη ματιά μ’ αναγνώρισε, παρά την μεταμόρφωσή μου. Αγκάλιασε τον κορμό μου, ακούμπησε το κεφάλι της σ’ ένα από τα κλαδιά μου κι άρχισε να κλαίει, μάλλον από χαρά, όπως φάνηκε σε λίγο. Σιγά – σιγά έβγαζε κι εκείνη ρίζες και μεταβαλλότανε σε κισσό, που όλο και πιο πολύ γαντζωνόταν απάνω μου. Ένα πυκνό φύλλωμα με τύλιγε παντού. Αμολούσε συνέχεια μακριούς πλοκάμους κι ανέβαινε, φτάνοντας ως την κορυφή μου, ενώ δεν έπαυε να μουρμουρίζει, σ’ ένα είδος παραληρήματος, πως αυτό ονειρευότανε πάντα, να ‘μαστε ενωμένοι αξεχώριστα, ένα σώμα και μια σκέψη, σ’ όλης μας τη ζωή.
Είχε κυριαρχήσει πια ολοκληρωτικά πάνω μου, ρύθμιζε ακόμα και την ποσότητα του αέρα που μ’ άφηνε ν’ αναπνέω….»
* Οικονομολόγος Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Θεσ/κης
Λογιστής-Φοροτεχνικός Α’ Τάξης
E-mail : eurohania@yahoo.gr
” Ένα από τα τριάντα δύο μικρά πεζά του βιβλίου του Γιώργη Μανουσάκη με τίτλο «Ένα κρανίο καρφωμένο στο κιγκλίδωμα», Εκδόσεις «Οι Εκδόσεις των Φίλων», Αθήνα 1999″