Ούτε κι εγώ ήμουν αθώος, δεν αγνοούσα την αργή και ύπουλη διολίσθηση με την οποία τα μέσα για την επίτευξη των πιο πολύτιμων και ευγενών σκοπών μας γίνονται τα ίδια σκοποί -έτσι που, για παράδειγμα, το να γράψεις κάτι που θα αλλάξει τον κόσμο γίνεται το να γράψεις κάτι που θα έχει αξία για σένα τον ίδιο, που γίνεται το να εκδώσεις κάτι σχετικά αξιοπρεπές, που γίνεται το να γράψεις κάτι που να μπορεί απλώς να εκδοθεί· ή, για να δώσω άλλο ένα αυθαίρετο παράδειγμα, η αναζήτηση του αιώνιου έρωτα γίνεται η αναζήτηση ενός έρωτα που μπορεί και να κρατήσει, που γίνεται η αναζήτηση ενός συνετού μείγματος ανοχής και πάθους, που γίνεται η αναζήτηση ενός ταιριαστού κοινωνικού συντρόφου. Και φυσικά με κάθε αναπροσαρμογή δεν πιστεύεις ότι συμβιβάζεσαι ή ότι προδίδεις τις αρχές σου αλλά ότι ωριμάζεις. Κι ίσως και να ‘ναι έτσι. Ίσως να κάνεις το καλύτερο που μπορείς. Αλλά η αλήθεια είναι ότι μια μέρα ξυπνάς νεκρός.
Θα τολμούσα να πω ότι η ολοένα αυξανόμενη ταχύτητα της πραγματικότητας, ή της ζωής αν προτιμάτε, έχει μεταφέρει, κατά τουλάχιστον μία δεκαετία νωρίτερα, τη πιθανότητα να βρεθεί κάποιος αντιμέτωπος με τη στιγμή εκείνη, που τόσο ρεαλιστικά την περιγράφει ο Καμύ, όταν στη στροφή ενός δρόμου, ανηφορικού και σε τοπίο βραχώδες όπως τον αντιλαμβάνομαι εγώ, θα δει, λίγο πριν ο ορίζοντας αποκτήσει και πάλι το βάθος του, τη ζωή του να περνάει μπροστά από τα μάτια του, και, αντιλαμβανόμενος το ερώτημα της αυτοκτονίας ως το μόνο που πραγματικά αξίζει να απαντηθεί, θα αμφιταλαντευτεί ανάμεσα στο βάρος της ύπαρξης και της αδιαφορίας. Εκεί λοιπόν, λίγο μετά τα τριάντα, εκτός από την προσωπική αξιολόγηση, είναι πιθανόν να παρουσιαστεί ξαφνικά μια απομάγευση του κόσμου, του οικείου κόσμου, του ελάχιστου κόσμου, για τον οποίο ως τότε θα έβαζες το χέρι σου στη φωτιά, πιστεύοντας στη διαφορετικότητά σου, και ακριβώς εκείνη τη στιγμή της απομάγευσης αντιλαμβάνεσαι την απάτη πίσω από το ρήμα ωριμάζω.
Κουβαλούσα το βιβλίο του Τζάκσον μαζί μου, ακόμα και όταν δεν επρόκειτο να διαβάσω ούτε γραμμή, ακόμα και όταν το είχα τελειώσει και θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ήταν μόνο ένα επιπρόσθετο περιττό βάρος, για να μπορώ να διαβάζω το παραπάνω απόσπασμα σε φίλους, γύρω στα τριάντα πέντε, να λέω από μνήμης τη φράση Και φυσικά με κάθε αναπροσαρμογή δεν πιστεύεις ότι συμβιβάζεσαι ή ότι προδίδεις τις αρχές σου αλλά ότι ωριμάζεις, έτσι ώστε να μπορώ να έχω καρφωμένο το βλέμμα στο πρόσωπό τους, να βλέπω την έκφρασή του να μεταβάλλεται από το “ναι, έτσι είναι” στο “λες, να είναι έτσι;” Και ύστερα να στεκόμαστε για λίγο αμίλητοι πάνω από φλιτζάνια καφέ ή ποτήρια μπύρας.
Συμβιβασμός και απομάγευση· μια φωνή από το παρελθόν ακούγεται: έτσι είναι η ζωή, θα μεγαλώσεις, και θα δεις. Μια φωνή που πάντα μας προκαλούσε αλλεργία και θυμό, ακόμα και ένα σαρκαστικό γέλιο, μια τόνωση στην αυτοπεποίθησή μας: ναι, σιγά μη γίνω έτσι εγώ. Και έρχεται τώρα εκείνο το παρελθόν να μας περιγελάσει δικαιωμένο, με τον δείκτη στον κρόταφο. Σ’ τα ‘λεγα εγώ, μας λέει.
Οι ιστορίες του Τζάκσον εκτυλίσσονται στο πρόσφατο παρελθόν του αφηγητή, αφού το βάρος τους τις έχει μετατρέψει πια σε ιστορίες προς αφήγηση. Οι ιστορίες του Τζάκσον εκτυλίσσονται σ’ ένα μέρος μακριά από τη ρουτίνα των ηρώων του, σε κάποιες διακοπές, σε ένα ησυχαστήριο, στο σπίτι του παππού. Καμία από τις δύο επιλογές δεν μοιάζει τυχαία, κάθε άλλο, μετατρέπουν το χωροχρονικό σημείο αφήγησης σε σημείο παρατήρησης.
Η ανάγνωση των διηγημάτων προκαλεί μια συναισθηματική αναστάτωση, οι ήρωες μοιάζουν οικείοι και γνώριμοι, μοιάζουν με αντικατοπτρισμό σε καθρέφτη, σε καθρέφτη ακριβείας και κάθε άλλο παρά παραμορφωτικό. Και ο συνδυασμός εγκεφαλικής και συναισθηματικής γραφής ενισχύει το αίσθημα αυτό, λέξη τη λέξη, πρόταση την πρόταση, χωρίς να περισσεύει τίποτα, παρά τις παρεκβάσεις στην κάθε ιστορία. Ο Τζάκσον, γεννημένος το 1983, γράφει κάτι που αφορά τη γενιά του, τη γενιά μας, έτσι το εξέλαβα εγώ τουλάχιστον, και θα ήθελα να μιλήσω με μεγαλύτερους σε ηλικία αναγνώστες, να δω πώς το εξέλαβαν εκείνοι, πώς βίωσαν την ανάγνωση, αν, πίσω από την σπουδαία πρόζα και τις υπέροχες προτάσεις, διέκριναν αυτό το βάρος της απομάγευσης. Και όλα αυτά συμβαίνουν στο πρώτο βιβλίο του Τζάκσον.