Ανάμεσα στα έθιμα που ακολουθούνται στην Κρήτη τις μέρες του Πάσχα, ξεχωριστή θέση κατέχει και το έθιμο της καύσης του “Ορφανού”, δηλαδή του σωρού ξύλων που αποτελείται κυρίως από ασπαλάθια και στην κορυφή του έχει καρφωθεί πάσσαλος που στηρίζει σκιάχτρο – ομοίωμα του Ιούδα.
Το κάψιμο του “Ορφανού” γίνεται αργά το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου (μεσάνυχτα), στην τελετή της Αναστάσεως, αμέσως μετά το “Χριστός Ανέστη”, ενώ σε κάποια χωριά αυτό γίνεται, κατ’ εξαίρεση, τη Μεγάλη Παρασκευή. Τα παιδιά που και μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα συγκεντρώνουν ασπαλάθια και άλλους θάμνους από τους κοντινούς στο χωριό λόφους και τη Μεγάλη Παρασκευή «στελιώνουν» τον «Ορφανό» στην αυλή της εκκλησίας, μόλις ακουστεί το «Χριστός Ανέστη» από τα χείλη του παπά, πλησιάζουν τα κεριά τους και βάζουν φωτιά στον σωρό.
Ο δάσκαλος Νίκος Π. Καπελώνης, στη σελ. 53 του ηθογραφικού βιβλίου του «Σεργιάνι στην Κρήτη του χτες» (ιδιωτική έκδοση), στο οποίο καταγράφει, διασώζοντας τουλάχιστον στη μνήμη μας, ήθη και έθιμα των Κουρουτών Αμαρίου από τον καιρό της νιότης του -τα οποία όμως συναντώνται εν πολλοίς και στα περισσότερα κρητικά χωριά- πιθανολογεί ότι: «ίσως από το κάψιμο αυτού του ομοιώματος του Ιούδα, να πήρε και το όνομα ο σωρός των ξύλων: “Ορφανός”. Γιατί καίει εκείνον που, έμεινε ορφανός, από την αγάπη του Δασκάλου του, τον οποίο πρόδωσε».
Οι παρακάτω στίχοι, βασισμένοι στην κρητική ντοπιολαλιά, έχουν ως επίκεντρο το εντυπωσιακό αυτό έθιμο της καύσης του «Ορφανού» στα κρητικά χωριά, η δημιουργία του οποίου χάνεται στα βάθη του χρόνου…
Στη μ-περασάδα των ημερών τη Μεγαλοβδομάδα,
που μήνυμα τσ’ Ανάστασης φλόγες απ’ τον «Ορφανό»,
σε σκιάχτρο του Γιούδα που καίγεται στση νύχτας τη γλυκάδα,
θα διαλαλούν χαρούμενα σάμε τον ουρανό.
Την Άνοιξη που γιορτινά θα βάλει πάλ’ η φύση,
και μπεγεντίζει ο καθαείς μέσα σ’ αθούς να ζει,
εις την ψυχή ανάταση γυρεύγει να κερδίσει,
με ήθη και με έθιμα και μ’ εδικούς μαζί.
Στα Δώδεκα Ευαγγέλια μα και την άλλη μέρα,
εις την Αποκαθήλωση, συγκίνηση πολλή,
σκιάχτρο προδότη μ’ ασπάλαθους στελιώνουν τα κοπέλια,
πρωί, κ’ η καμπάνα πένθιμα χτυπά εις την αυλή.
Για μέρες τα στοιβάζανε σωρούς τα ασπαλάθια,
που μαζώναν απ’ τ’ ανάπλαγα σε λόφο κοντινό,
με σύρμα τα τραβούσανε σκόνη έτσενε τα μάθια,
στην εκκλησά τα φέρνανε πρίχου το δειλινό.
Εκειά εις την κορύφωση που φτάνει το Θείο Δράμα,
κι ο άθρωπος μ’ ανάλαφρη ψυχή να πορευτεί,
όχι μ’ ακολουθίες μοναχά μα και μ’ αντέτι αντάμα,
τσ’ Ανάστασης μήνυμα ιερό προσμένει να δεχτεί.
Από το «Άξιον εστί» και τη «ζωή εν τάφω»,
ύμνους όπου «πάσαι αι γενεαί» θρηνούν για την ταφή,
Επιταφίου λούλουδα κομμένα δίπλα σε τράφο,
μοιράζουνται, κι ο «Ορφανός» κοπέλια ’ναι σαφί.
Κόκκιν’ αυγά, μυζηθρόπιτες, σούπες, κρασί, τσουρέκια,
νοικοκερές ετοιμάζουνε σε κουζίνα καθαρή,
κ’ οι άντρες τωνε στην αυλή κρεμούνε στα τσεγκέλια,
αρνί γη ρίφι, τα σφαχτά, ραέτι για τη Λαμπρή.
Κι όντε θα φτάξει η στιγμή που το «Χριστός Ανέστη»,
απ’ του παπά-Κυριάκου τη μελωδική φωνή θα ακουστεί,
κάθε χωριανός εγκάρδιες ευχές θα ανταλλάξει,
τόση αγαλλίαση ψυχής! πώς απ’ τη μνήμη να σβηστεί!
Κι όσο ύμνους αναστάσιμους οι ιερείς θα ψάλλουν,
και καμπάνες θα ηχούν χαρμόσυνα δίχως σταματημό,
οι «Ορφανοί» που καίγουνται μήνυμα θα προβάλουν,
νίκης του καλού πάνω στο κακό σε γη και ουρανό:
πως η ζωή στο θάνατο σημαία δε μ-παραδίδει,
η μέρα τη νύχτα καταχτά, το φως η-το σκοτίδι,
κι ούλου του κόσμου οι ορφανοί σα δουν έστω μια ’χτίδα,
απού το Φως το Άγιο, σιμώνουν στην ελπίδα.
Και τα κοπέλια που σ’ εκκλησές τση Κρήτης θα καιντήσουν,
με το κερί τσ’ Ανάστασης τ’ ασπαλάθινο θεριό,
σίγουρο είναι πως κι αυτά στη μνήμη θα κρατήσουν,
μιαν ακριβή ανάμνηση απ’ το Πάσχα στο χωριό.
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
(ο) αθός=το άνθος
(το) ανάπλαγο=η πλαγιά
(το) αντέτι=το έθιμο,η συνήθεια
(το) ασπαλάθι=είδος άγριου ακανθώδους θάμνου
(το) ασπαλάθινο θεριό=εδώ η φράση δηλώνει τον ξύλινο «πύργο» του «Ορφανού»
γη=ή
(ο) Γιούδας=ο Ιούδας
γυρεύγω=ψάχνω,αναζητώ
(ο) εδικός=ο συγγενής,φίλος,οικείος
εκειά=εκεί
(ο) καθαείς=ο καθένας
καιντώ=ανάβω,παίρνω φωτιά
(το) κοπέλι=το παιδί
(η) Λαμπρή=η Κυριακή του Πάσχα
μαζώνω=συλλέγω
μπεγεντίζω=μου αρέσει,ποθώ,επιλέγω
ντωνε=τους
όντε=όταν
ούλος=όλος
(η) περασάδα=το πέρασμα
πρίχου=πριν,πρωτού
(το) ραέτι=το καλό φαγητό
(το) ρίφι=το κατσίκι
σάμε=μέχρι
σαφί=όλο,πλήρως
σιμώνω=πλησιάζω,έρχομαι κοντά
(το) σκοτίδι=το σκοτάδι
στελιώνω=στήνω κάτι,συναρμολογώ
στοιβάζω=κάνω σωρό από ομοειδή πράγματα
στση=στης
(το) σφαχτό=το ζώο που σφάζεται για τροφή
(ο) τράφος=ο πετρόκτιστος φράκτης,η ξερολιθιά
(το) τσεγκέλι=το διπλό άγκιστρο κρεοπώλη
τσ’(τση)=της
τσω=τσούζω