» Τι πρέπει να προσέξουν οι παραγωγοί κατά το κλάδεµα
Το άρθρο αυτό συντάχθηκε στα πλαίσια του έργου ‘‘Ερευνητικές και ενηµερωτικές δράσεις για ενίσχυση της ετοιµότητας της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου αναφορικά µε την άµεση εκρίζωση του παθογόνου Xylella fastidiosa σε περίπτωση εντοπισµού του’’ -XyLeVA το οποίο χρηµατοδοτείται από την Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου και υλοποιείται από τον ΕΛΓΟ-∆ΗΜΗΤΡΑ (Ινστιτούτο Ελιάς, Υποτροπικών Φυτών και Αµπέλου) και απευθύνεται στους ελαιοπαραγωγούς της περιοχής αυτής.
Στα πλαίσια του Έργου πραγµατοποιήθηκε εκτεταµένη επισκόπηση ελαιώνων των νησιών Λέσβου και Χίου µε δειγµατοληψίες και µοριακή ταυτοποίηση των αποµονωµένων παθογόνων. Τα αποτελέσµατα έδειξαν ότι οι φυτοπαθογόνοι µύκητες που κυριαρχούν και σχετίζονται µε ασθένειες του ξύλου ανήκουν κυρίως στα γένη Pseudophaeomoniella, Pleurostoma και Comoclathris. Επίσης διαπιστώθηκε η ύπαρξη πλήθους άλλων µυκήτων (όπως Cladosporium sp κ.α.) οι οποίοι δεν αποτελούν πρωτογενή παθογόνα αίτια σήψεων και µεταχρωµατισµών στον ξυλώδη ιστό αλλά συνδέονται κυρίως µε ξυλοφάγα έντοµα. Αν και δυστυχώς ουδέποτε έχει γίνει ανάλογη συστηµατική προσπάθεια χαρτογράφησης φυτοπαθογόνων µυκήτων για τους ελαιώνες της Κρήτης θωρούµε σκόπιµο οι παραγωγοί του νησιού να ενηµερωθούν για τις ασθένειες του ξύλου της ελιάς ιδιαίτερα την παρούσα περίοδο κατά την οποία πραγµατοποιούνται εκτεταµένες εργασίες κλαδέµατος στους ελαιώνες και να δοθούν κάποιες γενικές οδηγίες προφύλαξης και αντιµετώπισης των παθογόνων.
Βερτισιλλίωση
Η βερτισιλλίωση θεωρείται µια από τις κυριότερες ασθένειες της ελιάς στους ελαιώνες των Μεσογειακών χωρών. Αποτελεί µία σοβαρή, συχνά βραδέως εξελισσόµενη ασθένεια των ελαιοδένδρων αλλά και άλλων φυτών ξενιστών, που οφείλεται σε προσβολή των αγγείων του ξύλου µέσω του ριζικού συστήµατος, από το µύκητα Verticillium dahliae. Η συγκεκριµένη ασθένεια ανήκει στην κατηγορία µυκητολογικών ασθενειών που ονοµάζονται αδροµυκώσεις. Ως προς τη συµπτωµατολογία, τα µολυσµένα δένδρα εµφανίζουν χλωρώσεις, συστροφές και ξηράνσεις στα φύλλα και τελικά αποφύλλωση κλαδίσκων και κλάδων (εικόνα 1). Κατά την εξέλιξη της ασθένειας παρατηρούνται ξηράνσεις και νεκρώσεις κλαδίσκων, κλάδων και βραχιόνων, νεκρώσεις ταξιανθιών και συρρίκνωση καρπών. Η συνηθέστερη συµπτωµατολογική εικόνα της ασθένειας είναι εκείνη της ηµιπληγίας κατά την οποία εκδηλώνεται ξήρανση µέρους της κόµης των δένδρων. Ωστόσο, σε περιπτώσεις έντονης προσβολής, ιδιαίτερα όταν υπάρχει υψηλή συγκέντρωση µολύσµατος στο έδαφος και η καλλιεργούµενη ποικιλία ελιάς είναι ευαίσθητη τα µολυσµένα δένδρα νεκρώνονται ολοσχερώς. Ειδικότερα για την ελιά, η βερτισιλλίωση σπανίως προκαλεί καστανό µεταχρωµατισµό στα αγγεία του ξύλου. Η ασθένεια µπορεί να εκδηλωθεί µε το σύνδροµο του βραδέως µαρασµού, ήτοι ένα µολυσµένο δένδρο να παρουσιάζει ήπια συµπτώµατα και καχεξία που διαρκεί για µεγάλο χρονικό διάστηµα χωρίς όµως να νεκρώνεται, ή µε το σύνδροµο της αποπληξίας, κατά το οποίο ένα δένδρο νεκρώνεται ταχύτατα µέσα σε σύντοµο χρονικό διάστηµα από την εκδήλωση των πρώτων συµπτωµάτων. Μέσα στον αγρό, η βερτισιλλίωση µπορεί να εκδηλωθεί διάσπαρτα, κατά κηλίδες ή κατά γραµµές, ανάλογα και µε τις εφαρµοζόµενες καλλιεργητικές πρακτικές
Φόµα
Το χαρακτηριστικό σύµπτωµα της ασθένειας είναι η βαθµιαία µάρανση των νέων βλαστών οι οποίοι στη συνέχεια αποξηραίνονται χωρίς αποφύλλωση και ο έντονος καστανός µεταχρωµατισµός της ξυλώδους ζώνης ο οποίος επεκτείνεται σε ολόκληρο το µήκος των προσβεβληµένων κλάδων. Στα εντόνως προσβεβληµένα δένδρα οι περισσότεροι βλαστοί ξηραίνονται, τα φύλλα τους γίνονται καστανά και αργότερα αποξηραίνονται αλλά αρχικώς διατηρούνται επί των κλάδων. Στη συνέχεια, παρατηρείται φυλλόπτωση και οι κλαδίσκοι και κλάδοι παρουσιάζονται ξεροί και απογυµνωµένοι. Στην επιφάνεια των προσβεβληµένων κλάδων παρατηρούνται νεκρώσεις του φλοιού µε τη µορφή ελαφρά βυθισµένων κηλίδων ή επιµήκων λωρίδων καστανού χρώµατος (εικόνα 2). Στην επιφάνεια του προσβεβληµένου φλοιού διακρίνονται µικρά µαύρα στίγµατα που αποτελούν τα πυκνίδια του παθογόνου Comoclathris incompta (συν. Phoma incompta). Σε εγκάρσιες τοµές των κλαδίσκων παρατηρούνται ραβδώσεις µεγάλου µήκους στον ξυλώδη ιστό ανοιχτού έως σκούρου καστανού χρώµατος µε διακριτά όρια από τον υγιή ιστό.
Εξέλκωση και νέκρωση από Cytospora
Η συγκεκριµένη ασθένεια διαπιστώθηκε για πρώτη φορά σε ελαιόδενδρα στο Πήλιο και αποδόθηκε στο παθογόνο Cytospora oleina. Η ασθένεια εκδηλώθηκε αρχικά µε µαρασµό των φύλλων σε νεαρούς κλαδίσκους, συµπτώµατα τα οποία οµοιάζουν µε αυτά που προκαλούνται από άλλους µύκητες όπως το Verticillium dahliae Kleb, Comoclathris incompta Sacc. & Mart. και Phialophora parasitica. Ωστόσο, η συγκεκριµένη ασθένεια µπορούσε να διακρίνεται εύκολα από την παρουσία ευκρινούς έλκους κατά µήκος των παλαιότερων κλάδων (εικόνα 3). Με αφαίρεση του φλοιού γύρω από την περιοχή των ελκών ήταν ευδιάκριτες σκούρες νεκρωτικές περιοχές οι οποίες µερικές φορές σχετιζόταν µε την παρουσία παλιών τοµών κλαδέµατος. Σε εγκάρσιες και διαµήκεις τοµές σε µολυσµένους κλάδους αποκαλύπτονταν έντονοι µεταχρωµατισµοί στον ξυλώδη ιστό µε σαφή οριοθέτηση µεταξύ ασθενούς και υγιούς τµήµατος.
Ευτυπίωση
Η ευτυπίωση διαπιστώθηκε για πρώτη φορά στη χώρα µας το 1988 σε δύο µόλις δένδρα της ποικιλίας Αµφίσσης, ενός ελαιώνα ηλικίας 3 ετών στην ευρύτερη περιοχή του Βόλου (εικόνα 4). Στα ασθενή δένδρα διαπιστώθηκε ένας εκτεταµένος µεταχρωµατισµός στο ξύλο ο οποίος ξεκινούσε από το σηµείο ένωσης εµβολίου-υποκειµένου. Εντός της καλλιεργητικής περιόδου τα δενδρύλλια αυτά νεκρώθηκαν ολοσχερώς και από τα ασθενή δένδρα αποµονώθηκε ο µύκητας Eutypa lata.
Ίσκα
Η ίσκα αποτελεί µια αναδυόµενη ασθένεια για την ελιά και τα εσπεριδοειδή στην Ελλάδα αλλά και παγκοσµίως. Οι προσβολές εντοπίζονται κυρίως στον ξυλώδη ιστό του κορµού και των κύριων βραχιόνων όπου παρατηρείται το χαρακτηριστικό σύµπτωµα του µεταχρωµατισµού και της σήψης του ξύλου (εικόνα 5). Το ξύλο των έντονα προσβεβληµένων ελαιοδένδρων γίνεται µαλακό, πορώδες, εύθρυπτο και αποκτά έναν κιτρινόλευκο χρωµατισµό (ασφαλές διαγνωστικό σύµπτωµα). Επίσης, συχνά παρατηρείται νέκρωση του φλοιού πλευρικά του κορµού δηµιουργώντας στη συνέχεια έλκη και σπηλαιώσεις (κουφάλες). Στην επιφάνεια του κορµού και των κύριων βραχιόνων συχνά εµφανίζονται τα καρποσώµατα του µύκητα, ιδιαιτέρως όταν επικρατούν συνθήκες υψηλής σχετικής υγρασίας. Το παθογόνο που προκαλεί την ίσκα στην ελιά (ο βασιδιοµύκητας Fomitiporia mediterranea) εισέρχεται και µολύνει τα ελαιόδενδρα δια µέσου των µεγάλων τοµών του κλαδέµατος, εικάζεται όµως ότι µπορεί όµως να µεταδοθεί από δένδρο σε δένδρο και µε τα µολυσµένα κλαδευτικά εργαλεία.
Προσβολή του ξύλου της ελιάς από Pleurostomophora
Τα συµπτώµατα αφορούν σε µια γενική παρακµή των δένδρων που αρχικά εκδηλώνεται µε καστανό µεταχρωµατισµό και πτώση των φύλλων, µάρανση των κορυφαίων βλαστών, νεκρώσεις κλαδίσκων και κλάδων καθώς επίσης και καστανές ραβδώσεις κάτω από το φλοιό του κορµού, των βραχιόνων και των κλαδίσκων Στα πιο προχωρηµένα στάδια της ασθένειας παρατηρούνταν νεκρώσεις και έλκη στο φλοιό (εικόνα 6). Κατόπιν αποµόνωσης του παθογόνου στη χώρα µας προ δεκαετίας, και χαρακτηρισµού του µε τη διενέργεια κλασσικών και µοριακών αναλύσεων το παθογόνο αίτιο ταυτοποιήθηκε ως ο µύκητας Pleurostomophora richardsiae.
Άλλες ασθένειες ξύλου της ελιάς που έχουν καταγραφεί διεθνώς
Οι ασθένειες ξύλου της ελιάς αλλά και άλλων δενδρωδών ειδών και της αµπέλου προκαλούνται από ένα µεγάλο εύρος φυτοπαθογόνων µυκήτων. Οι µύκητες αυτοί προκαλούν µεταχρωµατισµό και υποβάθµιση του ξυλώδους ιστού του κορµού, των βραχιόνων και των κλάδων των δένδρων. Παρότι αναλογικά λίγοι από αυτούς τους µύκητες ευθύνονται άµεσα για την νέκρωση των ελαιοδένδρων, εντούτοις µπορούν να προκαλέσουν σηµαντική οικονοµική ζηµιά λόγω της πρόωρης γήρανσης, της παρακµής και της µείωσης της παραγωγικότητας των δένδρων. Εκτός από τους βασιδιοµύκητες, µύκητες των γενών Phaeoacremonium, Phaeomoniella και Neofusicoccum έχουν αναφερθεί επίσης ως παθογόνα του ξύλου της ελιάς. Οι περισσότεροι από τους µύκητες αυτούς έχει διαπιστωθεί ότι µολύνουν µέσω των πληγών.
Μέτρα αντιµετώπισης ασθενειών ξύλου της ελιάς
Οι ασθένειες του ξύλου της ελιάς αν και διαφορετικής αιτιολογίας απαιτούν από τον καλλιεργητή παρόµοια µέτρα αποφυγής και αντιµετώπισης, τα οποία συνοψίζονται στα παρακάτω:
• Χρήση υγιούς πολλαπλασιαστικού υλικού.
Κατά τις νέες φυτεύσεις θα πρέπει να χρησιµοποιείται πιστοποιηµένο πολλαπλασιαστικό υλικό το οποίο φέρει τις επίσηµες σηµάνσεις που εγγυούνται την φυτοϋγεία τους. Θα πρέπει να αποφεύγονται δενδρύλλια τα οποία έχουν παραχθεί σε ερασιτεχνικά φυτώρια ιδίως αυτά που προέρχονται από περιοχές που ενδηµούν όλα τα παραπάνω φυτοπαθογόνα.
• Απολύµανση τοµών κλαδέµατος.
Οι παραγωγοί θα πρέπει να λαµβάνουν µέριµνα για την απολύµανση των τοµών κλαδέµατος, ιδιαίτερα αυτών µε µεγάλη διατοµή, µε τα ειδικά σκευάσµατα που υπάρχουν στην αγορά.
• Αποµάκρυνση και κάψιµο προσβεβληµένων τµηµάτων ή (όπου υπάρχουν) των βασιδιοκαρπίων.
Θα πρέπει να λαµβάνεται µέριµνα έτσι ώστε να αποµακρύνονται από τον αγρό όσο γίνεται συντοµότερα τα προσβεβληµένα φυτικά τµήµατα. Τα τµήµατα αυτά θα πρέπει να καταστρέφονται µε καύση. Ανάλογη µέριµνα πρέπει να λαµβάνεται και για τα βασιδικάρπια (µανιτάρια) παθογόνων όπως η Fomitiporia.
• Απολύµανση κλαδευτικών εργαλείων.
Κατά το κλάδεµα και ανά τακτά χρονικά διαστήµατα θα πρέπει να απολυµαίνοντας τα εργαλεία που χρησιµοποιούνται (ψαλίδια, πριόνια κτλ.) µε καταλληλά διαλύµατα (π.χ. διάλυµα υποχλωριώδους νατρίου).
• Χρήση ανθεκτικών ποικιλιών.
Θα πρέπει στην επιλογή της ποικιλίας ελιάς που θα καλλιεργηθεί να συνυπολογίζονται και η παρουσία ή όχι συγκεκριµένων παθογόνων στον αγρό όπου πρόκειται να εγκατασταθεί ο ελαιώνας, αλλά και ο βαθµός ευπάθειας που έχει η συγκεκριµένη ποικιλία σε αυτά.
• Σήµανση ασθενών δένδρων-κλάδεµα ξεχωριστά από τα υγιή.
Μια ιδιαίτερα χρήσιµη πρακτική είναι η σήµανση των ασθενών δένδρων και το κλάδεµα τους ξεχωριστά από τα υγιή, συνήθως στο τέλος. Με τον τρόπο αυτό µειώνεται η πιθανότητα µεταφοράς των παθογόνων από τα ασθενή δένδρα στα υγιή.