Στη δεκαετία του 1930, που ήδη είχα αρχίσει να γνωρίζω και να θυμούμαι, συγκρίνοντας με τα σημερινά δεδομένα, μπορώ να πω ότι σε κάποια σημεία στα φτωχά χωριά κάναμε ημιπρωτόγονη ζωή. Σήμερα θα ασχοληθούμε με το πώς διαχειριζόμασταν τότε, από την ασθένεια μέχρι τον θάνατο και την κηδεία.
Όταν αισθανότανε κανείς αδιαθεσία τα χρόνια εκείνα, χρησιμοποιούσαμε βεντούζες, βραστάρια, εντριβές και άλλα γιατροσόφια. Επαίρναμε και τη γνώμη των γειτόνων (γιατροί δεν υπήρχανε κοντά). Αν η κατάσταση χειροτέρευε καλούσαμε τη γητεύτρα να γητέψει, καλούσαμε τον παπά να κάνει παράκληση και κάναμε τάματα στους αγίους. Αν όλα τα παραπάνω αποδεικνύονταν αναποτελεσματικά, πηγαίναμε καμιά φορά και στον ιατρό, συχνά όταν ήταν ήδη αργά. Δεν ήταν όμως τότε δωρεάν η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Όποιος θα πήγαινε στο γιατρό θα έπρεπε να πουλήσει κάτι για να έχει να πληρώσει το γιατρό και τα φάρμακα. Συχνά πουλούσε μια – δυο ελιές. Για παράδειγμα, θα αναφέρω προσωπική μου εμπειρία: Ο πατέρας μου αρρώστησε αρχές της δεκαετίας του 1930. Δεν είχαμε λεφτά και πουλήσαμε την αγελάδα μας και, αφού δεν μπορούσαμε να αγοράσουμε μετά άλλο βόδι, λαλούσαμε ξένα ζευγάρια. Δεν ερχότανε αυτοκίνητο στο χωριό μας και για να μπορεί να ακουμπά κάπου άμα κάθισε στο μουλάρι, δέσανε στο πίσω μέρος του σαμαριού δύο γεμάτα σακιά άχυρα, εκατέρωθεν, όρθια, για να κάθεται σταθερά. Όταν όμως ο ασθενής ήτανε σε χειρότερη κατάσταση φτιάχνανε ένα πρόχειρο φορείο και τον πηγαίνανε σηκωτό μέχρι το λεωφορείο. Σε πολλά χωριά, δεκάδες χιλιόμετρα.
Όταν κάποιος ψυχομαχούσε και βασανιζότανε πολλές μέρες και δεν ερχότανε το μοιραίο, για να τον απαλλάξουνε από την τραγική και απελπιστική αυτή κατάσταση τον γυρίζανε “νεκρικά”. Τον γυρίζανε με το κεφάλι προς τη δύση που νομίζανε ότι θα τον βοηθήσουνε να ξεκουραστεί… Αν και πάλι δεν ερχότανε το αποτέλεσμα, υποψιάζονταν ότι μπορεί κάποτε να είχε κάψει αλέτρι ή ζυγό και του φέρνανε από αυτά τα “ιερά σύνεργα” να τον ακουμπήσουνε επάνω του για να εξαγνιστεί. Συγκεκριμένα, ξέρω τέτοιες περιπτώσεις…
Άμα πέθαινε κανείς, πηγαίνανε οι δικοί του και παίρνανε το “καδελέτο” της ενορίας και το βάζανε εκεί όσο ήτανε στο σπίτι και μέχρι που πήγαινε στον τάφο. Αν ήταν νέος ο νεκρός, οι συγγενικές γυναίκες κόβανε τα μαλλιά τους και του τα βάζανε στο στήθος του. Εχτυπούσανε το στήθος τους με τους γρόθους τους και μοιρολογώντας κάνανε δρυμόφωνο. Στον νεκρό βάζανε στα χείλη του ένα σταυρό ¹ από κερί και τον πηγαίνανε στην εκκλησία, που άμα του έψελναν την κηδεία, τον πηγαίνανε στον τάφο, τον βγάζανε από το καδελέτο και με ένα σεντόνι τον βάζανε κατευθείαν στο χώμα.
Τον τάφο το κάνανε στενό, ίσα-ίσα να χωρά το λείψανο μα και να φτάνουνε οι φυσικές πλάκες από τη μια μεριά στην άλλη. Στο σπίτι του εκλιπόντα, εβάφανε μαύρα τα πορτοπαράθυρα, τα καναπελίκια, τα τραπεζομάντιλα, τα μαξιλαροντύματα και ακόμα τα σεντόνια που κρεμούσανε σαν παραβάν στις “σπάλες” στα καμαράτα σπίτια. Και βέβαια τα ρούχα που βάζανε μαυροφορεύανε μέχρι και τα νήπια. Οι άντρες, για χρόνια δεν ξυρίζονταν και δεν κουρεύονταν λόγω πένθους. Στο κρεβάτι του εκλιπόντος σαράντα ημέρες άναβε κάθε νύχτα ένα καντήλι. Για σαράντα μέρες κάνανε “θυμιατό”. Ψήνανε καλό φαΐ και το βάζανε στο τραπέζι, όπου βάζανε και μια μπότσα με κρασί και ένα αναμμένο κερί και το θυμιάζανε σταυροειδώς και μετά το πηγαίνανε σε φτωχά σπίτια για να μακαρίσουνε, όπου τότε ήταν ευπρόσδεκτο. Μετά τις 40 μέρες κάνανε θυμιατό κάθε χρονιάρα μέρα για ένα χρόνο.
Τα ρούχα του πεθαμένου και τα στιβάνια του, τα δίνανε σε φτωχούς και ήτανε ευπρόσδεκτα. Τα δίνανε σε ξένα χωριά για να μην τα βλέπουνε και συγχύζονται.
Τον νεκρό και το πένθος του, το είχανε τότε σε υπόληψη. Για τους γέρους, εθεωρείτο φυσικό και το πένθος ήτανε χλιαρό, μα για τα βρέφη δεν κάνανε επιδεικτικό πένθος. Τότε ήταν πολύ μεγάλη η παιδική θνησιμότητα, που εθεωρείτο φυσικό να χάνονται τα βρέφη και δεν σημαίνει ότι δεν τα λυπούνταν, μα δεν κρατούσαν πένθος. Όμως η μάνα που έχανε ένα νέο, έβαζε εφ’ όρου ζωής τα μαύρα, η δε χήρα εφ’ όρου ζωής φορούσε μαύρα και εφ’ όρου ζωής φορούσε το τσεμπέρι και καλσόν, βέβαια κι αυτά μαύρα. Οι άντρες για χρόνια φορούσαν μαύρα και επί χρόνια απείχανε από γλέντια και δεν κόβανε μαλλιά, ούτε ξυρίζονταν. Ο προπάππους μου π.χ. είχε έξι κόρες και έναν γιο και όταν σκοτώθηκε ο μοναχογιός του, ως νεαρός καπετάνιος σε μάχη στην Κάναβο το 1866, δεν ξανάκοψε ούτε μαλλιά, ούτε γένια. Το κεφάλι του ήτανε σαν ένας θάμνος και του κολλήσανε το παρατσούκλι “Σκουλής” (Μαλλιάς).
(1) Όταν κανείς ήτανε ετοιμοθάνατος τότε λέγανε: «μόνο ο σταυρός λείπει από τα χείλη του», εννοώντας ότι ήδη θεωρείται πεθαμένος.