Το κόστος των κρίσεων ανά την υφήλιο το επωμίζονται οι λαοί. Συγκεκριμένα όλοι αυτοί οι άνθρωποι που ενίοτε αποκαλούνται περιττό βάρος, περιθωριακοί, απόκληροι της κοινωνίας, άστεγοι, άνεργοι και τώρα απλά «λαθρομετανάστες».
Η έννοια μάλιστα του πρόσφυγα γίνεται προσπάθεια να υποβαθμιστεί αφού το εθνικιστικό μένος επιδιώκει την μετονομασία τους σε τρομοκράτες, τζιχαντιστές, κλεφτρόνια και μισάνθρωπους.
Το γεγονός ότι κάποιοι πολίτες έχουν πάρει τον νόμο στα χέρια τους και αποφασίζουν αυτοί αν οι πρόσφυγες θα πατήσουν ή όχι σε ελληνικό έδαφος όταν οι βάρκες προσεγγίζουν τις ακτές, σε συνδυασμό με την απάνθρωπη κίνηση Ερντογάν να ανταλλάξει ανθρώπινες ψυχές με ρευστό και συνυπολογισμένης βέβαια της κίνησης Μητσοτάκη να κλείσει ερμητικά τα σύνορα, δεν δείχνει τίποτε περισσότερο ή λιγότερο από το ότι έχουμε εισέλθει σε μία νέα εποχή όπου αυτό που αποκαλείται άνθρωπος δεν υπάρχει πλέον στα κιτάπια των κυβερνήσεων.
Σου λέει ο άλλος: «ότι και να λες εσύ, εγώ δεν θέλω ξένους στην χώρα μου, ας πάνε αλλού, ας πάνε από εκεί που ήρθαν!». Ακούς δε και πολλές ακόμη χαριτωμένες ρήσεις περί «δοξασμένης» πατρίδας , περί ασκήσεων με πραγματικά πυρά αλλά και οργισμένα συνθήματα για όλους αυτούς που «τόλμησαν να προσεγγίσουν τα πάτρια εδάφη».
Η ιστορία όμως διδάσκει. Κάποτε, αμέσως μετά την Μικρασιατική καταστροφή, οι εκδιωχθέντες Έλληνες πρόσφυγες από την Τουρκία που έρχονταν στην Ελλάδα, αποκαλούνταν από τους εγχώριους ως «Τουρκόσποροι». Άλλοι, λίγο αργότερα, υποτιμητικά ως «Αρμένηδες», ενώ δεν ήταν και λίγα αυτά που άκουσαν διαχρονικά και οι Έλληνες του Πόντου όταν αποφάσισαν να επαναπατριστούν.
Η ιστορία λοιπόν βρίθει από υποτιμητικές ή ρατσιστικές ρήσεις σε βάρος όλων αυτών που οι πόλεμοι, η φτώχεια και η περιβαλλοντική υποβάθμιση ανάγκασαν να μεταναστεύσουν σε περισσότερο ασφαλείς περιοχές. Και είναι βέβαια πολύ λυπηρό που εν έτει 2020 ακούγονται ακόμη – και δη έντονα – συνθήματα μίσους και διακρίσεων. Όμως δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός αυτό αφού όλες οι κυβερνήσεις αυτήν την στιγμή στην Ευρώπη υιοθετούν την λογική του «περιττού βάρους» όταν αναφέρονται σε ανθρώπινες ψυχές.
Η Ελλάδα με το πλούσιο ιστορικό παρελθόν εμφυλίων συρράξεων, με προεξάρχουσα και πανταχού παρούσα την ελληνική «μπαμπεσιά» στις καθημερινές δοσολοψίες και συναλλαγές, δεν θα μπορούσε να δείξει προς τα έξω διαφορετικό πρόσωπο παρά αυτό μιας απόλυτα ανοργάνωτης χώρας, που στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στην επίκληση ιστορικών επών και μεγάλων εθνικών κατορθωμάτων, προκειμένου να εξιλεωθεί από τις αποτυχημένες πολιτικές των κυβερνήσεων της. Πραγματικά λοιπόν κανείς δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η χώρα αυτή χαρακτηρίζεται από κάτι άλλο πέραν της ασύδοτης επίκλησης λαϊκών ηρώων που καταδίωξαν επιτυχώς τον εχθρό, ήρωες που προβάλλονται ακόμη και σήμερα με κάθε λεπτομέρεια στα σχολικά βιβλία.
Επόμενο συνεπώς είναι να καθυβρίζεται ο κάθε ξένος, αδιάφορα αν προέρχεται από πληγείσες περιοχές, από πόλεμο και δυστυχία. Εξάλλου οι ίδιοι οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι δεν τους αποκαλούν πρόσφυγες παρά λαθρομετανάστες, ανθρώπους που τάχα δεν κινδυνεύουν και που ξοδεύουν τα χρήματά τους για πλάκα στους διακινητές. Είπαμε όμως, αυτό που προέχει αυτή την στιγμή είναι η «εθνική ομοψυχία» και όχι οι ανθρώπινες ψυχές που περιφέρονται ανάμεσα στα συρματοπλέγματα των συνόρων.
Μοναδική εικόνα χωρίς λόγια. Αλλά είπαμε, διανύουμε εποχές όπου η απάντηση είναι σαφής: «Θες ξένους – πάρτους σπίτι σου!» και άλλες τέτοιες «χαριτωμενιές» που ακούγονται από τα στόματα Ελλήνων «παλικαριών», που θα έδιναν και την ζωή τους για να μην μπει στην χώρα ξένη γυναίκα με το μωρό στην αγκαλιά της.
Η δε υποκρισία συνεχίζεται στο Αιγαίο με κάθε τρόπο και μέσο και με την ΕΕ να παρακολουθεί προκλητικά αδρανής ένα δράμα που συνεχίζει να εκτυλίσσεται σε βάρος ανθρώπων που αναζητούν μια καλύτερη τύχη, ένα δράμα που αποκαλείται «ασύμμετρη απειλή» από την ελληνική κυβέρνηση επειδή το γειτονικό δικτατορικό καθεστώς αποφάσισε να παίξει χιλιάδες γυναικόπαιδα στα ζάρια.
Η εικόνα με τα δύο περιπολικά σκάφη – ένα τουρκικό και ένα ελληνικό – να κάνουν μπαλάκι τους επιβαίνοντες σε βάρκα πρόσφυγες, τους μεν να τους συνοδεύουν μέχρι τα ελληνικά ύδατα και τους άλλους να τους φωνάζουν «go back!», είναι χαρακτηριστική.
Όλα σε βάρος των λαών που επωμίζονται τον παραλογισμό των κυβερνήσεων τους.