Η επισιτιστική και κλιματική κρίση καθιστούν επιτακτική την ανάγκη προώθησης πολλών και ποικίλων παραγωγικών συστημάτων αγροτικών προϊόντων που θα μειώσουν την εξάρτηση της Ελλάδας από τις εισαγωγές, αλλά και τη δημιουργία φραγμάτων και λιμνοδεξαμενών που θα εξασφαλίσουν επάρκεια νερού. Αυτό επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ο πρώην υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και ομότιμος καθηγητής γενετικής του ΑΠΘ Αθανάσιος Τσαυτάρης μιλώντας στα “Χ.ν.”.
Παράλληλα, υπογραμμίζει την ανάγκη ενίσχυσης της έρευνας που θα είναι προσανατολισμένη σε ένα παραγωγικό μοντέλο συνδεδεμένο με διατροφικές ανάγκες που θα απαντούν σε σύγχρονα θέματα υγείας, ενώ τονίζει ότι είναι πολύ σημαντικό να στηριχθούν οι νέοι επιστήμονες και να αναστραφεί το φαινόμενο του brain drain.
• Ο πόλεμος στην Ουκρανία έφερε στο προσκήνιο τον κίνδυνο μιας διεθνούς επισιτιστικής κρίσης. Πόσο μας απειλεί μια τέτοια εξέλιξη;
Από την πρώτη στιγμή που εκδηλώθηκε αυτός ο πόλεμος είχα επισημάνει τη σημασία να μην μακροημερεύσει αυτή η σύρραξη. Μιλάμε για δύο χώρες – γίγαντες σε ό,τι αφορά την παραγωγή τροφίμων και ιδιαίτερα τα σιτηρά, την παραγωγή ηλίανθου κ.λπ. Οι κίνδυνοι από τον πόλεμο είναι δύο βασικά: να προκληθεί μια επισιτιστική κρίση και να υπάρξουν προβλήματα ενεργειακά που θα έχουν ως συνέπεια να επηρεαστεί η αγροτική παραγωγή λόγω της αύξησης του κόστους παραγωγής των γεωργικών εφοδίων (πλαστικών για θερμοκήπια, λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων κ.λπ.). Είχα επισημάνει επίσης ότι οι πρώτες χώρες που θα νιώσουν αυτές τις συνέπειες είναι οι χώρες της Μέσης Ανατολής που ανέκαθεν ήταν εξαρτημένες από την εισαγωγή τροφίμων, οι χώρες του αφρικανικού βορρά κ.λπ. Ο κόσμος θα πρέπει δε να γνωρίζει ότι ναι μεν υπάρχουν κι άλλες χώρες που παράγουν τρόφιμα αλλά τρόφιμα με βάση τα σιτηρά δεν παράγουν πολλές. Στην Άπω Ανατολή η βάση είναι το ρύζι, στην Αφρική το σόργο, στη Λατινική Αμερική η πατάτα, στη βόρεια Αμερική είναι το στάρι αλλά και το καλαμπόκι. Συνεπώς, όπως είχα πει από την αρχή, η μόνη σωτηρία μας είναι να φιλοτιμηθεί η Αμερική να καταργήσει προσωρινά το πρόγραμμα αγρανάπαυσης. Κάτι το οποίο έγινε τόσο στην Αμερική όσο και στον Καναδά. Έτσι κρατήθηκε σχετικά περιορισμένο το πρόβλημα και δεν γιγαντώθηκε.
• Η Ελλάδα πόσο απειλείται από αυτή τη συνθήκη;
Άμεσα δεν θα επηρεαστεί πολύ. Όμως έμμεσα λόγω της αύξησης του ενεργειακού κόστους έχει ήδη επιβαρυνθεί.
• Θα πρέπει μήπως να πάμε σε ένα μοντέλο μεγαλύτερης διατροφικής αυτάρκειας;
Η Ελλάδα και η Ευρώπη χάρη στην Κοινή Αγροτική Πολιτική ένιωθαν μια ασφάλεια λόγω του ό,τι ακόμα κι αν χάνονταν ένα 10% της παραγωγής μιας χώρας αυτό θα καλύπτονταν από κάποια άλλη. Αυτό όμως δεν έγινε διότι δεν λάβαμε υπόψη την άλλη μεγάλη πρόκληση που είναι η κλιματική αλλαγή. Η κεντρική Ευρώπη, που είναι επίσης ένας μεγάλος σιτοβολώνας, δέχθηκε δύο δραματικές επιπτώσεις στα παραγωγικά της συστήματα: μια περίοδο ξηρασίας και μια περίοδο έντονων βροχοπτώσεων. Συνεπώς δεν πρέπει να επαναπαυόμαστε σε ένα μοντέλο που δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις. Γι’ αυτό πιστεύω ότι πρέπει να πάμε σε πολλαπλά συστήματα παραγωγής. Κι η χώρα μας είναι τυχερή σε αυτό. Έχουμε πολλά και ποικίλα παραγωγικά συστήματα. Αποκλείεται δηλαδή μια χρονιά να τα σβήσει όλα. Αν δεν πάει καλά το στάρι, θα πάει το ρύζι κι αν δεν πάει καλά ένα άλλο προϊόν θα υπάρξει κάποιο άλλο.
• Μιλήσατε για την πρόκληση της κλιματικής κρίσης. Τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό ώστε να θωρακίσουμε την παραγωγή μας;
Η κλιματική κρίση δεν αλλάζει την ποσότητα νερού που πέφτει αλλά την κατανομή των βροχοπτώσεων της μέσα στον χρόνο. Θα πέφτουν δηλαδή λίγες αλλά κατακλυσμιαίες βροχές. Γι’ αυτό η μόνη μας λύση είναι να γεμίσουμε τον τόπο μας με φράγματα και λιμνοδεξαμενές για να εξασφαλίσουμε επάρκεια νερού.
• Τόσο η επισιτιστική κρίση όσο και η κλιματική κάνουν επιτακτική την ανάγκη για την ανεύρεση λύσεων και καινοτόμων μεθόδων για να αντιμετωπιστούν οι νέες προκλήσεις. Μιλάω για την ανάγκη έρευνας.
Η έρευνα είναι η λύση. Ωστόσο, τα προβλήματα θα πρέπει να τα βλέπουμε κι ως ευκαιρίες. Για παράδειγμα υπάρχει το πρόβλημα της υπογεννητικότητας που απειλεί τα ασφαλιστικά ταμεία ενώ, μεταξύ άλλων, καθιστά αυξημένο το κόστος ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, που εντείνεται ακόμα περισσότερο από την υπερσυνταγογράφηση. Απέναντι σε αυτή την κατάσταση λοιπόν που όλοι τη βλέπουν ως πρόβλημα εγώ λέω ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσω της διατροφής. Δηλαδή αντί να δίνουμε φάρμακα και χάπια στους ασθενείς, να προωθείται η πρόληψη ή και η θεραπεία των ασθενειών μέσω της διατροφής. Για παράδειγμα υπάρχουν άνθρωποι που έχουν δυσανεξία στη γλουτένη που αντί να παίρνουν χάπια μπορούν να στραφούν σε τροφές από ποικιλίες που δεν έχουν γλουτένη κ.λπ. κ.λπ.
• Ωστόσο, στην αγορά όλα κινούνται με τη λογική του κόστους. Μπορεί η Ελλάδα να ανταγωνιστεί άλλες χώρες σε αυτό το πεδίο;
Η Ελλάδα δεν μπορεί να παίξει στο πεδίο του κόστους και των μεγάλων ποσοτήτων παραγωγής. Δεν μπορούμε να παράγουμε πιο φτηνό στάρι με αυτό τον κλήρο που έχουμε και με το κόστος παραγωγής εδώ. Θα πρέπει λοιπόν να αναδείξουμε στους καταναλωτές – και τα εκατομμύρια των ξένων που έρχονται κάθε χρόνο στη χώρα μας – την ποιότητα των δικών μας προϊόντων αλλά και το κομμάτι της καλύτερης υγείας που εξασφαλίζουν τα ποιοτικά προϊόντα. Να επισημάνουμε δηλαδή ότι δεν τρώμε απλά για να χορτάσουμε αλλά για να τονώσουμε και την υγεία μας.
• Να επιστρέψουμε στην έρευνα. Συχνά λέγεται ότι η έρευνα που γίνεται στη χώρα μας και τα πορίσματά της δεν φτάνουν στους παραγωγούς. Η δική σας εμπειρία δεν το επιβεβαιώνει αυτό;
Είναι βέβαιο ότι θα πρέπει να αξιοποιηθούν τα πορίσματα της έρευνας, της επιστήμης και της τεχνολογίας και θίγετε ένα σημαντικό θέμα που είχα αντιμετωπίσει κι ως υπουργός. Θυμάμαι τότε που είχαμε ως χώρα την προεδρία της Ε.Ε. είχα δώσει μάχη ώστε η ΚΑΠ να αναγνωρίσει τη σημασία της επιστήμης στον πρωτογενή τομέα. Και με στεναχωρεί το brain drain των νέων επιστημόνων της χώρας μας γιατί η εφαρμογή των επιστημονικών εξελίξεων είναι υπόθεση των νέων επιστημόνων. Γι’ αυτό πιστεύω ότι το Ταμείο Ανάκαμψης της επιτροπής Πισσαρίδη θα πρέπει να κάνει δύο βασικές δράσεις: να χρησιμοποιηθούν χρήματα για να λυθεί το πρόβλημα του νερού, με τη δημιουργία φραγμάτων και λιμνοδεξαμενών, και να αναστραφεί το brain drain. Τότε θα είμαστε σίγουροι ότι για τη βιωσιμότητα των παραγωγικών μας συστημάτων. Χαίρομαι λοιπόν που ακούστηκε ότι θα δοθούν χρήματα από το Ταμείο Ανάκαμψης για να επιστρέψουν νέοι επιστήμονες.
• Μια και μιλάμε για την έρευνα είχατε συμβάλλει στη δημιουργία του ΜΑΙΧ στα Χανιά. Πώς είχε γίνει αυτό;
Έγινε μέσα σε μια νύχτα. Είχαμε πάρει την πληροφορία από τον πρόεδρο του ΟΟΣΑ ότι θα γίνουν κάποια ινστιτούτα, ένα στην Ισπανία και ένα στην Ιταλία, ενώ ένα ακόμα είχε ζητηθεί να γίνει στην Τουρκία. Τότε λοιπόν επικοινώνησα άμεσα με τον διευθυντή τότε του Ινστιτούτου Υποτροπικών και Ελιάς Νίκο Ψυλλάκη και τού είπα αν μπορεί να μας δώσει ένα κομμάτι γης ώστε να δημιουργηθεί εκεί το τρίτο Ινστιτούτο. Ο ΟΟΣΑ είχε ως όρο να υπάρχει διαθέσιμο το οικόπεδο καθώς τα χρήματα που έδινε δεν προορίζονταν γι’ αυτό τον σκοπό. Πράγματι λοιπόν ο Ψυλλάκης μου είπε “πες τους ότι το πρωί θα υπάρχει ο χώρος”. Κι έτσι κι έγινε. Μάλιστα είχα τη χαρά να διδάξω στο ΜΑΙΧ για πολλά χρόνια.