Από την εποχή του Ομήρου είναι καταγεγραμμένη η ομορφιά του τόπου μας «είναι μια χώρα η Κρήτη μέσα σε χαρωπό πέλαγο, όμορφη και πλούσια, με γάργαρα νερά ολόγυρά της…» λέει ο αθάνατος ποιητής…
Μα όπως είναι γνωστό, μέσα στο πέρασμα των αιώνων και των εποχών, η Κρήτη έπαθε από τους λογής – λογής κατακτητές και καταπατητές τέτοια και τόση φθορά και αλλοίωση που παρά λίγο ν’ αφανιστεί.
Σήμερα, όπως έχει επισημανθεί, η « άγρια φύση της Κρήτης είναι ένα ιερό θεριό βαριά πληγωμένο…»
Σ’ αυτή τη φύση, την άγρια και την ήμερη, σκύβει με ιδιαίτερη ευαισθησία και αγάπη ο γνωστός πνευματικός άνθρωπος της Κισάμου, ο Θανάσης Δεικτάκης.
Περιδιαβαίνει την αγαπημένη του Κισαμίτικη ύπαιθρο ακούει τη φωνή της γης, τον ψίθυρο του ανέμου, το κελάρυσμα του νερού, το τιτίβισμα του πουλιού, γεύεται τη νοστιμιά του αψέκαστου φρούτου, σκύβει και μελετά κι αποθαυμάζει από το πιο ταπεινό χορτάρι, ίσαμε το θεωρούμενο ως ασήμαντο σκουληκάκι, δηλαδή τη χλωρίδα και την πανίδα αυτού του ευλογημένου τόπου, κι αναγνωρίζοντας τη μοναδική θέση του καθενός απ’ αυτά, τα φέρνει μπροστά μας για να μας ευαισθητοποιήσει, να μας κάμει συμμέτοχους στο μεγάλο έργο της σωτηρίας της κρητικής φύσης, δηλαδή του ίδιου του εαυτού μας. Και γράφει, γράφει, γράφει…
Και μ’ αυτά τα καλογραμμένα και ευκολοδιάβαστα κείμενα, αποτελέστηκε ένα ιδιαίτερα χρήσιμο βιβλίο, οι “Οικο-λογίες”. Ενα βιβλίο που μέσα στις 318 σελίδες και τα 178 θέματά του έχει αποθησαυρίσει όλο τον περίγυρό μας: Από την Ασκελετούρα, το Σταφυλίνακα και την Ξυνίδα, ίσαμε τους Χοχλιούς και τον Ξιφία, από τα Ψεκασμένα χόρτα και τον Λαγό, ίσαμε το Αλάτι και το Ασβεστοκάμινο…
Τα κείμενα αυτά δημοσιεύονταν για πολλά – πολλά χρόνια (1979-2009) κυρίως στις σελίδες της φιλόξενης και ευαισθητοποιημένης εφημερίδας “Χανιώτικα νέα”.
Πολύ σωστά έχει ειπωθεί ότι «όποιος έχει λόγο για τούτη τη γη, το νόημα και τη μοίρα της, πρέπει το χώμα της να το πονά σαν τη σάρκα του ίδιου του κορμιού του. Και την πολύμορφη ζωή που αναδιαλάσσει σ’ άγριους και ήμερους τόπους να τη νιώθει αξεχώριστη απ’ της ψυχής του τα σκιρτήματα. Αλλιώς ό,τι και να πει, ό,τι και να κάνει θα ’ναι λειψό ή θα ‘ναι ολότελα λάθος».
Την αγαπά και την πονά τούτη τη γη ο Θανάσης Δεικτάκης. Το αποδεικνύουν με τον πιο εύγλωττο τρόπο οι “Οικο-λογίες” του. Και χαίρομαι που σε κάθε σελίδα τους μας αποκαλύπτουν όχι μόνο τις ιδιαιτερότητες αλλά και τις ομορφιές της. Τους θησαυρούς του τόπου μας τους μοναδικούς και ανεπανάληπτους. Μέσα σ’ αυτούς, δηλαδή μέσα στις σελίδες του βιβλίου έχει περιλάβει και πολλές από τις ποικίλες δραστηριότητές μας που επιβεβαιώνουν όλα τα παραπάνω.
Κάθομαι και διαβάζω αυτά τα καλογραμμένα κείμενα και σκέφτομαι να βρω λίγο χρόνο να φύγω από το καυσαέριο της πόλης, και να περπατήσω έξω στις πλαγιές και τις ρεματιές να χαρώ και να θαυμάσω τούτο τον ευλογημένο τόπο μας, να καταμάθω «τα κρίνα του αγρού» για τα οποία, όπως λέει η Γραφή « ουδέ Σολομών εν πάση τη δόξη αυτού περιεβάλετο ως εν τούτων».
Επειδή είναι αδύνατον να αντιγράψω όλα τα κείμενα, παραθέτω ένα ελάχιστο απόσπασμα, που ελπίζω να κάμει τους αναγνώστες μου να το δουν σ’ όλες τις διαστάσεις του και ν’ αποτελέσει κέντρισμα να το διαβάσουν ολόκληρο:
Η ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΦΑΝΤΟΥ
«… Αυτήν την εποχή όμως, αρχή του καλοκαιριού, έχομε του κήπου τα δώρα. Είναι τα πρωτοφανίστικα κηπικά. Πρωτόβγαλτα, γεμάτα δροσιά, τρυφερότητα και μυρωδιά.
Σαν να ήρθαν από έναν άλλο κόσμο. Λίγα στην αρχή και λαχταριστά. Έχουν άλλη γεύση, ξεχασμένη και ποθητή. Τα βλίτα σε λίγο θα τα βαρεθούμε. Μα τώρα είναι τόσο νόστιμα! Ίσως είναι τα μόνα που δεν χωράνε στα θερμοκήπια. Φτωχο-λαχανικό βλέπεις…
Αν αποστρέψουμε για λίγες μέρες τα μάτια μας από τα καφάσια του μανάβη και την υπερπαραγωγή των θερμοκηπίων, θα χαρούμε καλύτερα και τα κολοκυθάκια και τις ντομάτες και τα φασόλια και τα’ άλλα λαχανικά που η φύση αβίαστα παράγει. Δόξα Σοι ο Θεός!»
Δεν αντέχω στην επιθυμία να μην παραθέσω κι ένα άλλο απόσπασμα που δείχνει όχι μόνο τον προβληματισμένο πολίτη μα και τον ευαίσθητο ποιητή. Είναι από
ΤΟ ΛΑΡΔΙΑΝΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
«Ίδιο το φεγγάρι, μα σε κάθε τόπο έχει και άλλη χάρη και μαγεία. Μα το φεγγάρι που ‘ρθα απόψε να θαυμάσω… Αδιαφορεί για τις φυλές και τις κακίες των ανθρώπων και περνά με απάθεια πάνω από τα πεζούλια μου που έγιναν άσφαλτος….
Η ρεματιά χρύσωσε, η κοιλάδα θάμπωσε, οι βράχοι έδειξαν συλλογισμένοι. Από το Σελί άνοιξε ένα παράθυρο για το γαλανό Μυρτίλο, για τη Σπάθα, που τόσο μακριά, δεν είναι παρά ένας γκριζόμαυρος όγκος. Οταν στάθηκε καταμεσής του ουρανού, πάνω από τα μύρια πεζούλια, εκείνα φάνταζαν με σκαλοπάτια που περίμεναν να τα πατήσεις και να τα φτάσεις!
«Ως εμεγαλύνθη τα έργα Σου Κύριε…».