Με πείσμα και υπομονή παλεύω καθημερινά τη… σκόνη!
Κάθε ώρα, κάθε στιγμή, το προσπαθώ!
Με κάθε τρόπο, σ’ έπιπλα, σε σκεύη, σε τοίχους, σε πατώματα…
Να την εξαφανίσω παντελώς, επιδιώκω ετούτη τη φορά!
Αλλοίμονο όμως…
Εκεί βρίσκεται πάντα!
Αόρατη κι αιωρούμενη γύρω μου…
Θα κατασταλάζει όπου βρει, ό,τι κι αν κάνω!
Η αρχή και τέλος των πάντων, η αήττητη, αθάνατη σκόνη!
Η σκόνη που θα μου ‘ρχεται τώρα, από μακριά…
Μαυριδερή, πυκνή, ορατή κι απόλυτη!
Νέφος πρόωρου θανάτου, που θα πλανάται και θα κατασταλάζει σε στέγες και ταράτσες, σ’ αμάξια και ανθρώπους, σε δρόμους και απλώστρες!
Που θα την ξεπλένω μανιωδώς -σαν καλή νοικοκυρά- με μπόλικο νερό και με το χέρι μερικές φορές!
Για να φύγει προς τους υπονόμους, να πλανιέται σε μολυσμένες θάλασσες και να μου ξαναγυρίζει -αργά ή γρήγορα- σα διάφανη, αθώα… βροχούλα!
Για να ξεπλύνει τους φόβους μου όλους, και να με αποκοιμίσει ξανά, η αθάνατη σκόνη της συντέλειας και της ανθρώπινης απρονοησίας…