Κάθε καινούργιο βιβλίο που δίδεται στην κυκλοφορία είναι βέβαια μια κατάθεση του συγγραφέα στην προσωπική του εργογραφία, αλλά ταυτόχρονα είναι και μια συνεισφορά στο πνευματικό οικοδόμημα του πολιτισμού μας. Οταν όμως το βιβλίο είναι το 11ο (!!!), όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Αθηνάς Κανιτσάκη, η οποία πρόσφατα μας έδωσε τη “Μυθιστορία…” της, τότε και η κατάθεση, αλλά και η προσφορά, είναι πάρα πολύ μεγάλη!
Τη χάρηκα την καινούργια μυθιστορία της Αθηνάς Κανιτσάκη. Μέσα από τις σελίδες της έμαθα καλύτερα την ιστορία του πολύπαθου νησιού. Οπως αναφέρει “απ’ την αρχαιότητα καταγινόταν με την κατασκευή πλεούμενων οι Σαμιώτες -άριστοι ναυπηγοί πλοιαρίων από τότε- με την πρώτη ύλη στα πόδια τους ή μάλλον στα ψηλά, κατάφυτα βουνά τους. Κι εξαιτίας αυτού του μεγάλου πλεονεκτήματος, αλλά και της όμορφης θάλασσας, της εξίσου αγαπημένης, γίναμε ναυτικοί και καραβοκύρηδες και… πειρατές και πρώτοι στο Αιγαίο…”.
Ξαναθυμήθηκα τον Πολυκράτη και τους άλλους σημαντικούς ανθρώπους της Σάμου γιατί “απ’ εδώ ας μην ξεχνάμε κατάγεται ο σοφός Πυθαγόρας. Αλλά κι ο ταπεινός γραφιάς, ο πασίγνωστος για τους μύθους του Αίσωπος, έζησε στον ίδιο τόπο σαν… σκλάβος την περισσότερη ζωή του”.
Συνειδητοποίησα, άλλη μια φορά, ότι όπως οι Κρητικοί έτσι και “οι Σαμιώτες από πάντα πολεμούσαν για την ελευθερία τους κι οι παππούδες οι Καρμανιόλοι (οι φτωχότεροι που εξέφραζαν τις φιλελεύθερες ιδέες της εποχής) κι όλοι οι υπόλοιποι Σαμιώτες το 1821 είχαν κάμει αγώνες κι αγώνες. Δεν τη θέλησαν ποτέ την Ηγεμονία. Ποθούσαν μια Σάμο Ελληνική”.
Συγκινήθηκα μαζί με τους κατοίκους του νησιού, τότε που ελληνικό πολεμικό πλοίο κατέπλευσε σε σαμιώτικο λιμάνι “μ’ ένα μικρό κανόνι στο κατάστρωμα και την… Ελληνική σημαία ψηλά στο κατάρτι να παιχνιδίζει στον πρωινό αέρα. Με τον λευκό σταυρό της και… τέσσερα… μπλε… τετράγωνα να το περιβάλλουν. Όχι σαν της Ηγεμονίας, τη ναυτική. Που τα δύο πάνω της τετράγωνα ήταν… κόκκινα, για να μην ξεχνά κανείς πως βρισκόμασταν ακόμα κάτω απ’ την επικυριαρχία του Οθωμανού”.
Αποθαύμασα μαζί με τη συγγραφέα την πανέμορφη γη της “Μελάμφυλλης”, της “Ανθεμούσας”, της “Πιττιούσας”, της “Κυπαρισσίας”, της “Ιμβρασίας”, με δύο λόγια της “Δώρισας”, δηλαδή της Σάμου. Γράφει: “Σ’ αυτόν τον τόπο που τον πολιορκεί από παντού η θάλασσα, που ξεσπά πάνω του τους θυμούς κι όλες τις καλοσύνες της, που τον παίρνει κοντά της ή τον κρατά στην επιφάνειά της, τον τρέφει και του δίνει προσωρινά ζωή, μπορεί κανείς να δει τι είναι πραγματικά ο άνθρωπος κι ο περίγυρός του”.
Γιατί, βέβαια, είναι πραγματική ευτυχία “να κάθεσαι πάνω στην αρχαία πέτρα, στον ίσκιο της μοναδικής κολόνας του ναού της Ήρας, να ρεμβάζεις με το βλέμμα στο πέλαγος και το πυρακτωμένο βουνό της δύσης απέναντι, να βλέπεις τον ήλιο να σκορπά γενναιόδωρα το πορφυρό του χρώμα πάνω στα ακύμαντα νερά και να μη λες τίποτα…”.
Μαθαίνοντας, ενθυμούμενος, συνειδητοποιώντας κι αποθαυμάζοντας όλα όσα αναφέρονται στη Σάμο και τους κατοίκους της, γεύτηκα τα νοστιμότατα εδέσματα του νησιού και δοκίμασα το γλυκόπιοτο σαμιώτικο κρασί, που με τη “δίκαια κούπα” πρόσφερε η συγγραφέας.
Μέσα σ’ αυτό το εκπληκτικό σκηνικό έζησα μιαν απίθανη αστυνομική ιστορία, η οποία με πολλά – πολλά απρόοπτα έφθασε στο σημείο να μη συλληφθεί κανείς ένοχος και να καταλήξει ο μεν γιατρός να δηλώνει στον αστυνόμο “γιατί να προδίνουμε τα όνειρά μας και προπαντός τη συνείδησή μας. Κι η δική μου είναι βαριά. Σου κρύβω πράγματα..” Κι εκείνος να προσθέτει “Κι εγώ…”.
Το χρωστούσε στον εαυτό της και στη γη του πατέρα της, τη Σάμο, η Αθηνά Κανιτσάκη το μυθιστόρημα “Τρικυμία…”, η οποία, όπως σημειώνει, είναι “Αληθινή”, “μέσα στην ψεύτικη δομή της, τις υπερβολές της μυθοπλασίας και τους κατασκευασμένους, απόλυτα φανταστικούς χαρακτήρες της, σ’ έναν τόπο και σ’ ένα αγαπημένο περιβάλλον ελάχιστα αλλαγμένο! Σε μιαν αυτάρκη και αυτοδύναμη κοινωνία που τη βίωσα και τη χάρηκα παιδί, στη δεκαετία του 1950!”.
Τη χαρήκαμε κι εμείς μέσα από το καλογραμμένο βιβλίο και δεν έχουμε να προσθέσουμε τίποτε άλλο παρά να ευχηθούμε καλή συνέχεια…