Εδά και μια τριανταρέ χρόνους ποθές οπίσω, έπαθα μιαν ανάγκαση με τα έχνη, απου δεν τηνε ξεχνώ. Ήμουν παωμένος κυριακόβραδο σ΄ ένα ξωμονάστηρο καλεσμένος σε μια βάφτιση, δυο ώρες δρόμο με γιοργαλίδικο χτήμα σα γ-και κείνονα απου΄ χα.
Το κοπέλι έπρεπε να πάει στο σκολειό και δεν εμπόρειε ο κύρης του να πάει άλλο πίσω τη βάφτιση. Εγίνηκε καλό χαροκοπιό, αλλά μου βγήκε απου τ΄ αρθούνια, επειδής, πρώτα- πρώτα μου κλέπσανε το φόρτωμα απού το σομάρι κι ένα καλό σινταντέ απούχα. Δεν ήτονε μόνο η χασούρα παρά εκάτεχα πως άμα αναζητήκσει η κερά το σινταντέ απου ήτονε και ξεπρούκι τζη, θα μου βαταλαλεί δυο μέρες, ετσά εγίνηκε κιόλας.
Εσκέδιαζα να γαείρω ξημερώματα, αντε του σταλισμάτου, για να ποτίσω και να στραλίκσω τα μαρτάρικα. Αντίς να γαείρω όπως εσκέδιαζα, εγάειρα μουντισμένα τση Δευτέρας. Ήτονε Δευτερογούλης και τα μαρθιά απομείνανε στο φουριοκάϊματο στη μ-πεζούλα στον ήλιο αστράλιχτα ούλου του καημάτου κι απότιστα απού τη μ-προηγούμενη αργαδινή. Όντεν απόφτακσα τα πόνεσ΄ η πσυχή μου. Ήτονε κι ανάρμεχτα κι εφοβούμουνε μη μου γκαλονομιάσουνε. Ευτυχώς απού δεν έχουνε μιλιά, γιάντα νογάτε τα πόσα θα μου σέρνανε μέχρι να τα πάω στη στέρνα να τα ποτίσω. Ανε είχανε όμως δικιά ντονε μιλιά δε θα με λέγανε σάικα γάιδαρο γιάντα θωρούνε είντα τραβούνε κι οι γαιδάροι από μας, απού θαρρούμε πως είμαστε το καλύτερο πράμα τση πλάσης.
Το λένε πως οντέ γλεντά ο αφεντικός ψοφά ο γάιδαρος απού τη μ-πείνα, αλλά είναι κρίμα τα έρημα τα μιαρά. Μην τυχός και γαείρει κιαμιά βολά το πράμα να πάρουνε τα έχνη την απάνω χέρα, δε θα ν΄ έχουμε ποθές κουρτουλούσι, απού τα όσα των έχουμε καμωμένα.
Μια δεκαρέ μέρες όμως οψιμότερα μου κάμανε λαχτάρα, θαρρείς πως εθέλενε να μου ξεπλερώσουνε το κακό απου των έκαμα. Τα πήγα σε μια γ-καλή παγανέ και τ΄ αμόλαρα ορνικά μέσα στα μουρέλα, απούχα αψέκαστα τα χόρτα κι ήτονε γεμάτα φρύσαλα. Η γ-ώρα απου τα πήγα, ήτονε, να θέλει δυο μπόγια να βασιλέψει ο ήλιος. Μα αυτά τα ζεβελιάρικα ο νους τονε είναι στο συγκλάδισμα, δεν ελέγανε να βάλουνε τη μύτη ν-τονε στη γης.
Προσπάντως ένα στειρομάρωπο κι ένα μουσκουλόγκαλο, μούρθε να τα ξεκάμω εκείνηνα την ώρα, ετσά απου ρημάζανε τα μουρέλα. Δεν έφτανε ετούτονα παρά, όπως εβάστουνα τσι γιαφτάδες μου κι αποκσεχάστηκα, επρεδέψανε κι εχαθήκανε. Έφαγα το ν-τόπο, πατέ πατέ τον αναγάειρα, δε ήβρηκα που στο δαίμονα ήτονε παωμένα. Σας τόχω πωμένο πως μια βολά για μισήν ώρα εβαροπλέρωσα εζημιά των εχνώς σε κάτι μουρέλα νιους ραχμεκλή γειτόνου μου. Ανε ν-τάφηνα ούλη νύχτα εμπόρειε να μπούνε πάλι σε μουρέλα, σ΄ αμπέλι γή στσι κήπους των αθρώπω απου δε θα με φτάνανε να τα πουλήσω για να πλερώσω τσ΄ εζημιές. Τρεις ώρες τ΄ αποζύγωνα απάνω κάτω για να τα βρω, ευτυχώς απου είχε φεγγαρόλαμπση.
Είχα αποκάμει μπλιο όντε τα τόπωσα, ήτονε έτοιμα να μπούνε σ΄ εν΄ αμπέλι. Ο καπετάνιος τωνε ήτονε μια λιβανή κερούλα απου δεν έι καλό απάνω τζη. Άμα δεν τηνε μπουζιάκσω γερά δεν σταματά να τηνε αρμέκσω, είναι και στιφορόγα απου με πονέζουνε τα δαχτύλια σε κάθε αρμεχτό τζη, μόνο να πρεδέβει κατέει. Τση τόχω ταμένο το κουλούρι, του κασάπη θα τηνε προκσενέπψσω.
Δε με γνοιάζει τόσονα το αρμεχτό γή η βοσκική ν-τωνε, όσο βαριούμαι τη κουρά ν-τωνε. Η φασαρία ντωνε να τα πχιάσω, να τα μπουζιάκσω να τα δέσω με το μπουζακλιόσκοινο και νάμαι μπρουμουτιστός ούλη την ημέρα, μου πέφτουνε τα νεφρά. Δεν το βγαρτίζω κιόλας, καλιά ΄χω να βαστώ τη μπικοσκαλίδα να κσεπετρίζω τσι παπούρες.
Λίγο λίγο πιο γοργά κουρέβγω απού εκείνονα απού του βγάλανε το νάμι, σάϊκα την έχετε ακουσμένη την ιστορία ν-του, αλλά θα σας τηνε πω κι εγώ, απού εκούρεβγε ούλη μερα κι εκούρεψε μισό πρόβατο. Όντε ν-εντράκαρε να σκοτεινιάζει λέει τση γυναίκας του: άναπσε μπρε το λύχνο για να κουρέψω πέντε δέκα και το μισοκουρεμένο. Το πλια ΄ναι πως δεν εγίνηκε ετούτονα, παρά το βγάλανε για να σουρέβγουνε όσους κουρέβγουνε ογλήγορα σαν κι εμένα. Άλλη χρονιά θα πρέπει να κάμω αδιαριστά με κιανένα χωριανό βαροκουραδάρη σαν γ-και μένα για να τελειώνω ογλήγορα, να μη με πχιάσουνε κι εμένα στο στόμα ντωνε.
Τα ωζά μου είχανε πχιάσει προ καιρού μαντάκους, κολληνταρές είχανε καμωμένες. Από σ-τότεσας απου ανάπιασα μαρθιά δεν είχα θωρεμένους ετόσουσας. Ήπρεπε να τάχω σφεντυλίξει για προλάβω να μην ν-τα πιάσουνε. Μιαν ημέρα, απίς τα στράλικσα, των έβαλα κατσιγάρους για να φύγουνε οι μαντάκοι, αλλά στράφηκα ύστερα απου δυο μέρες, διάλε το κακό ν-των είχα κάμει, σκιας τσι τάϊσα κι είχανε πλησιάνει. Ταϊτέρου επήγα στη χώρα και πήρα μαντακόσκονη, απού τσι κσέκαμε. Θα πρέπει να πάω να τα μπανιάρω στο μ-ποταμό κι οπέρυσις απου τα πήγα, το μαλλί ντωνε εγίνηκε κουργιάλι. Εγώ τα πονώ τα έχνη, δεν μπορώ όμως και τσι σκυλονούσηδες από έχουνε καλιά το σκύλο ντωνε από τα κοπέλια. Άκουσα οπροχθες στη ν-τελεόραση απούλεγε ένας απού τούτουσας, πως έχουνε με τη γ-κερά ντου κι ένα κοπέλι κι όντε τόκαμε λιανά εκσεκαθάρισε πως εμίλιε για το σκύλο ντωνε, απου τον έλεγε κοπέλι. Συμπαθάτε αλλά μούρθε η γι-όρεξη να του ρίξω μια σφακελιά κι ας εκάτεχα πως σφακελώνω το γυαλί. Τα ύστερα του κόζμου.
Δεν ήμουνε παωμένος στη χώρα ξάργουτου για τη μαντακόσκονη, παρά είχα αναμαζώκσει κι άλλες κάμποσες δουλειές. Έπρεπε να βάλω και μπροκαδούρες στα στιβάνια να με πορέψουνε μπάρε μου ένα χρόνο ακόμης. Οι πλια πολλές είχανε φύγει και θα ν΄ αποφαώνουντονε η σόλα, στσι χαλέπες απου καταχτυπώ με τσι δουλειές και τα έχνη.
Θα κάμω εδά μιαν αναγυρίδα να σασε πω κατιντίς απου ΄δα στη χώρα εκειά απού πορπάτουνα. Είδα με τα μάθια μου ένα ζευγαράκι κοπελούρια με κάτι σκιζμένα ρούχα και λέω από μέσα μου διάλε τη σόρτα ν-τονε, εξαναγαείραμε στη γ-κατοχή κι ετούτανε τα κοπέλια κακοπερνούνε. Δεν ήτονε μόνο ξελουρισμένα τα πατελόνια ντονε παρά είδα και τη καλικωσή ντωνε να ΄χει κσεχασκίσει. Δε μου περισσέβγουνε παράδες αλλά τα λυπήθηκα, εσκέφτηκα πως θα πεινούνε κιόλας, να τόνε δώσω κατιντίς να πάνε να φάνε στο μαγέρικο, μπάρε μου σήμερο απού συντύχανε στη στράτα μου. Το λέω σ΄ ένα κσάδερφο και μούπε μη μ-πετάς τσι παράδες σου μ΄ αυτά δε μ-πεινούνε, χούι να τόχουνε ντύνουνται και να καλικώνουνται ετσαδά, το λένε μόδα.
Τον επίστεπσα επειδής έζιε στη χώρα, αποπαιδιωμένος μπλιο και τάχε θωρεμένα πολλές φορές. Ετούτονα δα είναι στο νου ζαράρι του λέω. Βάνεις τα κσελουρισμένα ρούχα κι αντίς να ντρέπεσαι να πορίξεις τη μ-πόρτα σου, πάεις στο μεϊντάνι. Κι απού την άλλη, δεν εμπόριε ετούτανα τα χούγια νάναι κι οντε ν΄ αναληκώνουμνε, απού θα ν΄ ήμουνε κι εγώ μέσα στη μόδα, χώρις να το κατέω.
Δεν επέτα ρούχο η μάνα μας, παρα τ΄ αναμπάλωνε ώσπου να λιώσει και να μην μπορεί να το μπαλώσει μπλιό. Αλλά και πάλι έπσαχνε αν είχε κιανένα γερό κομμάτι να βαστήκσει για μπάλωμα. Καθα τόσο τ΄ ανάραφτε επειδής εσκίζουντονε στσι βατακιάδες και στσι τροχάλους απου παλαίβγαμε. Το μπλια καιρό ήμουνε ακαλίκωτος κι είχανε παχοπετσιάσει οι πατούσες, να σκεφτείτε, ένα χωριανάκι άνοιγε τη γ-καστανοκουβάρα με τη φτέρνα ν-του. Δύσκολοι καιροί, τη μια μέρα ετρώγαμε κουκιά και την άλλη το κουκόζουμο που λέει ο λόγος.
Κύριε Μπομπολάκη, με τα κείμενά σας όχι μόνο μας θυμίζετε μια εποχή που σήμερα μοιάζει βγαλμένη από παραμύθι, αλλά και με τη χρήση τού ιδιώματος (ντοπιολαλιάς) συμβάλλετε στην ανάδειξη του γλωσσικού πλούτου τόσο με την απόδοση άγνωστων εννοιών σε λέξεις (γιαφτάς, αναγυρίδα) όσο και με την επινόηση νέων πολύ εύστοχων και περιεκτικών (κυριακόβραδο, ξωμονάστηρο, βαροπλερώνω, φεγγαρόλαμπση). Εντόπισα και λέξεις αθησαύριστες, μου φαίνεται (φουριοκάϊματο, γκαλονομιάζω, σκυλονούσης, κσεχασκίζω, βατακιάς, κουκόζουμο), κάτι που είναι ακόμη πιο σημαντικό.
Για τις λέξεις σινταντές και στραλίζω σημειώνω ότι η γνωστή μορφή τους είναι σιτζαντές και σταλίζω (με το σταλίζω σχετίζονται τα ουσιαστικά / τοπωνύμια σταλός και σταλίχτρα. Το στραλίζω σημαίνει “σκαλώνω κάπου”, π. χ. σε ένα κλαδί).
Για μια ακόμη φορά θερμά συγχαρητήρια!