Το 1922, στις δύσκολες ελληνικές ώρες μέσα στην αγωνία και στον πόνο, η Κρήτη δέχτηκε στον κόρφο της, με ανοιχτή αγκαλιά, τα αποκομμένα βλαστάρια του ελληνικού δέντρου. Είχε υποφέρει αιώνες δουλείας. Εσπασε τις βαριές αλυσίδες και επέζησε, γιατί τη ζέσταινε η φλόγα της ελληνικής καρδιάς της.
Εγινε η θερμή αγκαλιά, η συμπονετική καρδιά, γεμάτη κατανόηση, παρά τις αντιξοότητες και τις δυσκολίες.
Το μεγαλύτερο μέρος του προσφυγικού πληθυσμού ήρθε τον Σεπτέμβριο του ’22. Ακολούθησαν αφίξεις μέχρι το 1925.
Η υποδοχή των Μικρασιατών από τους Κρητικούς λειτούργησε θετικά, με το αίσθημα αλληλεγγύης που χαρακτηρίζει τους κατοίκους της Μεγαλονήσου.
Η άφιξη και η στέγαση των προσφύγων ήταν ένα κομβικό και τραγικό γεγονός.
Μέχρι την τελευταία εβδομάδα του Σεπτεμβρίου του 1922 είχαν φτάσει στα Χανιά πάνω από 17.000 πρόσφυγες με φοβερό πρόβλημα στέγασης. Εγκαταστάθηκαν προσωρινά στο Γυμνάσιο Χανίων, στον Φιρκά, στον ιταλικό στρατώνα, σε διάφορα διαμερίσματα της Μεραρχίας, στη σχολή Χωροφυλακής, στο Παρθεναγωγείο, σε χώρους της εκκλησίας, στη Μουσουλμανική σχολή, στα τζαμιά στα Δικαστήρια, στο Κουμ-Καπί, σε πολλά οικήματα και όπου αλλού ήταν εφικτό. Η Επιτροπή Περίθαλψης Προσφύγων (ΕΠΠ) προχωρεί σε επίταξη κενών καταστημάτων και ζητά από την κυβέρνηση αποστολή σκηνών. Επιτάσσεται η αίθουσα Χρυσοστόμου. Ευαισθητοποιημένες κυρίες και δεσποινίδες της πόλης προσέφεραν τις υπηρεσίες τους. Οι κυρίες του Οικονομικού Συσσιτίου «Ο Σωτήρ» εργάζονται καθημερινά για τη σίτιση 3.500 προσφύγων. Η Ελένη Μουντάκη αποκτά τον τίτλο της «Μάνας» των προσφύγων.
Η Έλενα Βενιζέλου συνέδραμε οικονομικά με μεγάλο χρηματικό ποσό. Η φροντίδα ανήκει σε ολόκληρη την κοινωνία. Γίνονται εκκλήσεις συγκινητικές σε πρωτοσέλιδα εφημερίδων για περίθαλψη προσφύγων. Έκκληση έκανε και ο επίσκοπος Αγαθάγγελος. «Καλείται η ευγενής Κρητική ψυχή να επουλώσει τας χαινούσας πληγάς των φιλοξενούμενων αδελφών μας»
Οι ανάγκες είναι μεγάλες. Χρειάζεται ιατρική περίθαλψη, αφού υποφέρουν από ασθένειες, κακουχίες. Χρειάζονται τροφή, κλινοστρωμνές, οικιακά σκεύη, εσώρουχα, εξώρουχα, κλινοσκεπάσματα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι βοήθησαν και προσέφεραν πολλά χρειώδη η Ελένη Μοάτσου, ο Ριχάρδος και η Βαπτιστίνη Κρούγερ, η οικογένεια Μανουσάκη, Ο Γερμανός υπήκοος Καμπαράιτ, ο Άγγλος υπήκοος Γκατ. Ο Εμπορικός Σύλλογος Χανίων διενεργεί έρανο από το υστέρημα των πολιτών.
Η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ) αναλαμβάνει το έργο της εγκατάστασης των Προσφύγων και συγχρόνως εξασφαλίζει εργασία και οριστική στέγαση.
Εγκαταστάθηκαν σε πρώην μουσουλμανικά σπίτια στη Σπλάντζια, στο Κουμ-Καπί, στα περίχωρα και σε χωριά των επαρχιών του Νομού.
Έγιναν προσφυγικοί συνεταιρισμοί, συνοικισμοί. Ακολούθησε ο αστικός συνεταιρισμός.
Τα Χανιά, όπως όλες οι μεγάλες πόλεις της πατρίδας μας, άρχισαν να γεμίζουν προσφυγικές γειτονιές και πολυάνθρωπους προσφυγικούς συνεταιρισμούς.
Η ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (συνθήκη Λοζάνης) αλλάζει τη ροή της ζωής και τη φυσιογνωμία της πόλης. Οι πρόσφυγες για χρόνια κράτησαν έντονα το χρώμα και τα χαρακτηριστικά των αλησμόνητων πατρίδων.
Οι προσφυγικές γειτονιές αποτέλεσαν κέντρα διατήρησης και ανάπτυξης ενός καινούργιου πολιτισμού.
Άνθισε -για μια ακόμη φορά- η ζωή μπροστά στις ράγες του μέλλοντος.
Μια ζωή αλλιώτικη, διαφορετική. Άλλοτε χαρούμενη, άλλοτε θλιμμένη.
Στην αρχή της προσφυγιάς έζησαν κάτω από δύσκολες συνθήκες και οι αρρώστιες θέριζαν. Τύφος, μηνιγγίτιδα, ελονοσία, δυσεντερία.
Πολλές φορές αντιμετώπισαν σκληρή συμπεριφορά και χαρακτηρισμούς όπως «Τουρκόσποροι» και «Πρόσφυγκες».
Η ζωή τους ήταν διαφορετική, όχι όμως αδιάφορη. Γεμάτη αναμνήσεις, ελπίδες, οδύνη, χαρά. Δεν αντιμετώπισαν μοιραία και παθητικά την ταπείνωση και την εξουθένωση.
Αρνούνται ως τελεσίδικη την οδυνηρή πραγματικότητα για να μην σαλέψει ο νους τους.
Γιατρικό τους οι αναμνήσεις, η κουβέντα και η ελπίδα της επιστροφής στην αιώνια ΕΔΕΜ της αγαπημένης πατρίδας.
Οι μέσα ραγισματιές των Μικρασιατών για χρόνια δε θα λένε να κλείσουν.
Η ρίζα όμως ξανάνθισε και ανθοβόλησε. Ώσπου να ανθίσει η φύτρα της προσφυγιάς και να καρπίσει τα χρόνια ήταν δύσκολα, πικρά, πέτρινα.
Οι πρόσφυγες σφράγισαν με τον ερχομό και την παρουσία τους τη φυσιογνωμία της πολιτείας των Χανίων.
Τα κλωνάρια από τα δέντρα της Ιωνίας μπολιάστηκαν στα δέντρα της χανιώτικης γης. Έπιασαν για τα καλά.
Ροδάμισαν, άνθισαν, κάρπισαν.
Ο τόπος καρπώνεται την προσφορά τους στον πολιτισμό, στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξή του και στον εμπλουτισμό της παράδοσης.
Το 40% των σημερινών Χανιωτών έχουν Μικρασιατικές ρίζες ή έχουν άμεσα ή έμμεσες σχέσεις με απογόνους Μικρασιατών.
Γενικά, αποδείχτηκε ότι οι Μικρασιάτες πρόσφυγες υπήρξαν ένα ολόκληρο κεφάλαιο για την πατρίδα μας. Στο πανελλήνιο αποτελούν το καλύτερο δυναμικό.
Την πόλη μας κοσμεί ένα γλυπτό σύμπλεγμα που παριστάνει τη Μικρασιατική μάνα με τα παιδιά της μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Συμβολίζει τους ξεριζωμένους και το πείσμα τους να συνεχίσουν τη ζωή τους για καλύτερες ημέρες.
Η συγκεκριμένη έκθεση «Η Αττική και η Κρήτη υποδέχονται τους πρόσφυγες του ’22» που φιλοξενείται στο Γιαλί Τζαμισί και παράλληλα στον Άγιο Ρόκκο στη Σπλάντζια αποτυπώνει τις πρώτες δύσκολες ημέρες της νέας ζωής των προσφύγων, την καινούργια καθημερινότητά τους και την προσπάθεια για αποκατάσταση.
Φωτίζει πορτρέτα προσφύγων, προσωπικές ιστορίες προσφυγιάς και ένταξη στις τοπικές κοινωνίες της Κρήτης.
Η έκθεση συνδιοργανώνεται από το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, την Αδελφότητα Μικρασιατών ν. Χανίων «Ο Άγιος Πολύκαρπος», την Ιερά Μητρόπολη Κυδωνίας και Αποκορώνου, την Περιφέρεια Κρήτης – Περιφερειακή Ενότητα Χανίων, την 28η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος».
*πρόεδρος Αδελφότητας Μικρασιατών Ν. Χανίων “Ο Άγιος Πολύκαρπος”