Τα χρόνια έρχονται και παρέρχονται, και οι καιροί περνούνε. Και οι νέοι τση κάθε καινούριας γενιάς βαστούνε κάθε φορά ψηλά τα λάβαρα τση προόδου και του πολιτιστικού επιπέδου ντωνε, και κακολογούνε ούλες τσοι προηγούμενες γενιές για αναξιότητα και σκοταδιστικά φρεναρίσματα. Κι από την άλλη μεριά, η λαϊκή σοφία αφήνει να πλανάται σαν αδιάψευστο συμπέρασμα από τα περασμένα, «Το κάθε πέρυσι και καλύτερα», κι εγώ π’ απαλεύω με τουτουσάς τσοι συλλογισμούς μου, έπαε στη ταπεινή Γωνιά του Καφενέ, κι αναρωθιούμαι επίμονα από τη σκέψη μου.
Ατζεμπις, ποιος από τσοι παραπάνω δυο ισχυρισμούς, είναι ο σωστότερος; Και βέβαια δε το θωρώ να θέλει νου και κρασί, όπως ελέγανε οι παλιοί μας, για να βγει τουτονά το συμπέρασμα, παρά σύνεση κι ώριμη σκέψη. Και πρώτα απ’ ούλα, την αναζήτηση του προορισμού μας εμάς των αθρώπω σε τουτηνέ τη ματαιότητα, και πως προσδοκούμε να φτάξομε ως εκειά.
Ατζεμπις, είμαστε ένα τσουβάλι απού το γεμίζουμε με φαϊτά, κι ύστερα αναχαράσσωμε όπως τα μηρυκαστικά κι απολαμβάνομε, έτσα τη ζωή μας; Γή ήμαστονε ένα τσουβάλι αντίστοιχο μ’ εκείνο που το γεμίζομε με φαϊτά που σε τουτανά μπιθιάζομε τσ’ ηδονές κι ούλα τα είδη των απολαύσεων κι όταν γεμίσει, αναζητούμε άλλες, όπως δασκαλεύει η καθημερινότητά μας; Γι’ αυτό και καταλήγομε απρόσμενα στη διαστροφή; Γή ήμαστονε ένα δημιούργημα κάποιου σοφού δημιουργού, όπως κι ούλα τ’ άλλα ζώα και φυτά… Κι απολαμβάνοντας τη ζωή μας με το «παν μέτρον άριστο» καθοδηγούμενοι, δημιουργούμε τσοι κατάλληλες συνθήκες για να κάμει καθένας τη δικιά ντου οικογένεια, απού είναι κι ο μοναδικός τρόπος που μπορεί να ελπίζει κιανείς σ’ ευτυχισμένες στιγμές στη ζωή ντου. Τουτουσάς τσοι συλλοϊσμούς, σαν αξιολογούμε εγκαίρως και σα γροικούμε κιόλας και τσ’ ελέγχους και τσ’ ορμηνιές απούρχουνται από τα σώψυχά μας. Γιατί καθένας από μας, κατά την ταπεινή μου γνώμη έχει και το δικό ντου εσωτερικό άνθρωπο.
Γι’ αυτό και γροικούμε ώρες και φορές τσ’ έντονες παρατηρήσεις τση συνείδησής μας, και τα ατέλειωτα «γιατί» απού μας ερωτά, πριχού φτάξομε βέβαια στη πλήρη ηθική αναιστησία, απού φανατισμένοι πέφτομε μπλιο στο λήθαργο τσ’ ηθικής πώρωσης. Κι υπηρετούμε τα πάθη μας, ανίκανοι για οποιαδήποτε αντίδραση. Εάν όμως τουτοινέ οι συλλογισμοί μου και οι σκέψεις μου δεν είναι παλιών ξεροκεφαλιές, και γερόντω παραξενιές βγαίνει το συμπέρασμα πως οι γι ηθικές αξίες δεν είναι ταμπού.
Παρά άγραφτοι νόμοι απού βαστούνε ψηλά τσ’ αθρώπινες υπάρξεις, απού απολαμβάνουνε τα πάντα με το «μέτρον άριστο» και ξεχωρίζουνε όμως κιόλας από τα έχνη γιατί ‘χομε άγκυρες τουτεσές τσ’ ηθικές αξίες και δεν γίνονται χυδαία, μούδε και παίρνουνε το πονηρό το μονοπάτι, που ‘λεγε κι ένα τραγούδι μια φορά κι ένα καιρό. Που πάει ντογρού στη κατηφόρα τη μεγάλη και μπλέκουνε εκειά με τσ’ αποκλαμούς τση διαστροφής και τσ’ ασωτίας, με τα όποια δυσάρεστα αποτελέσματα. Γι’ αυτό και δεν είναι πρόοδος κατά την γνώμη μου η γι ηθική χαλάρωσις και γενικά η γι απαξίωση κάποιων περιορισμών, παρά ηθική κατάπτωση, για κείνο και χρειγιάζονται προστασία, συντήρηση και περιφρούρηση, τουτεσάς οι περιοριστικές δεσμεύσεις, για να κρατηθούνε οι κοινωνίες σε αθρώπινα επίπεδα, κι όι σε σύγχρονα Σόδομα και Γόμορρα.
Για να ξαναστολιστούνε οι γι αθρώποι και πάλι με τα στολίδια τσ’ αθρωπιάς, του σεβασμού, τση ντροπής και του φιλότιμου. Κι έτσα να προχωρούνε τη στράτα τση ζωής με ψηλά το κεφάλι και καθένας από το δικό ντου μιτιρίζι ν’ αντιστέκεται στο κακό και με τσοι δυνάμεις απού έχει, ν’ αγωνίζεται για μια καλή κι ανθρώπινη κοινωνία.
Και βέβαια για τη περιφρούρηση τουτωνά των ηθικών αξιών, ήτανε μια φορά κι ένα καιρό σε πρώτο σκαλοπάτι οι Μανάδες. Αυτές οι αγράμματες μ’ Άγιες γυναίκες, που οδηγούμενες και καθοδηγούμενες από το ένστικτο τση Μητρότητας, γιατί όπως λέει ο λαός «Ο Θεός κατά τη κρυγιότη μοιράζει και τα ρούχα», εφέρνανε άριστα αποτελέσματα. Κι είναι αλήθεια πως κείνουσας τσοι χρόνους υπήρχανε αληθινές Μανάδες, γιατί κατά τη γνώμη μου και πάλι, κάθε γυναίκα απού γεννά δεν είναι και Μάνα. Γιατί δυστυχώς, οι γνήσιες Μανάδες δεν έχουνε ωράρια παρά η απασχόλησή τωνε είναι συνεχόμενη. Ύστερα από τσοι Μανάδες ήρχουντανε η Μεγάλη Μάνα ουλωνώ μας, η γι εκκλησία. Απού επρωταγωνιστούσε στσ’ ηθικούς πατριωτικούς και πνευματικούς αγώνες, απτόητη κι ανυποχώρητη «εν οις έμαθε και επιστώθη» (Τιμ. Β’ 3,14).
Όμως κι έπαε τα πράγματα αλλάξανε κι αδιαφορούνε κατά τα φαινόμενα οι σημερινοί εκκλησιαστικοί ταγοί, για την ξεκάθαρη άποψη των Αποστόλων:
«Ουκ αρεστόν έστιν ημάς καταλείψαντες τον λόγον του Θεού διακονείν Τραπέζας» (Πρ. Αποστ. 6, 2). Αλλά, αντίθετα έχει ολοκληρωτικά αφοσιωθεί η εκκλησία μας σε τουτηνά τη διακονία και στσοι μεγάλες τελετές. Που έγραφε πριχού από κάποιες δεκαετίες ένας Χανιώτης ιεροκήρυκας στην εφημερίδα “Κήρυκα των Χανίων” γι’ αυτές: «Έχομε λαμπρές τελετές και ποιμένομε αέρα» κι ακολουθεί το αρχαίο πνεύμα, που η συμβολή του υποβαθμίζεται. Κι ύστερα απ’ όσα εγροίκουνα έπαε στσοι καφενέδες από τσοι γραμματιζούμενους περί στροφής στον αρχαιότητα και το ξακουστό διαφωτισμό παραξενεύομαι, μα οι γνώσεις μου δε μ’ αβατζέρνουνε για ν’ ανακατωθώ, γι’ αυτό κι ως εκειά και μη παρέκει.
Όσο δα για τσ’ αθρώπους τω γραμμάτων απού ήτανε κι εκείνοι μεγάλο στήριγμα για τσ’ ηθικές αξίες, φοβούμαι πως κι έπαε «το άλας εμωράνθη» (Ματθ. 5, 13) κι ο παντοδύναμος παράς τσοι κέρδισε κι εκείνους. Απού η γι ανακάλυψή ντου σαν μέσο συναλλαγής ήτανε μεγάλη επιτυχία, για τη προοδευτική ανάπτυξη των αθρώπω στσ’ εργασιακούς χώρους και το εμπόριο. Κι ούλα επηγαίνανε όμορφα και καλά. Κι οι χρόνοι επερνούσανε κι οι γι ανθρώποι αγωνίζουντανε καθένας με τον εδικό ντου τρόπο, για να βγάλει το καθημερινό ψωμάκι ντου. Μα από χρόνο σε χρόνο ο υπηρέτης τ’ ανθρώπου στσοι συναλλαγές του, «το χρήμα» εγίνηκε άξαφνα άρχοντας. Γι’ αυτό κι αρχινίξανε εδά οι γι αθρώποι να τον υπηρετούνε με πολλές και δυσάρεστες συνέπειες απού θωρούμε γύρου γύρου μας ούλοι. Κι οι γι ηθικές αξίες, ν’ αποσύρονται μια μια σαν αναχρονιστικές ιδέες, και τα χαλινάργια τση καθοδήγησης τα παίρνει με θράσος η διαστροφή, άπου ο κορεσμός τσ’ ευμάρειας έχει φέρει. Γι’ αυτό κι οι κοινωνίες μας χορεύουνε σε ανώμαλους ρυθμούς που ως κύμβαλα αλαλάζοντα, μπορεί να θορυβούνε για να χώνουνται πίσω από τα δάκτυλά ντωνε και για να μη φαίνονται τα αιστήματα τση κατωτερότητάς τωνε και προπαγανδίζουνε κιόλας για καινούργια θύματα. Αν και τούτανα τα άτομα, σε ώρες περισυλλογής, εγώ πιστεύω αν όχι τα ίδια, οι συνειδήσεις τωνε όμως πρέπει να κλαίνε, γιατί τα λόγια του λαού είναι αξεπέραστες αλήθειες και γι’ αυτό λέει η τιμή τιμή δεν έχει και χαράς τονε απού την έχει.
Όσο δα για τσοι πνευματικούς ανθρώπους, ν’ αφήκουνε τσοι τσέπες τωνε και ν’ αξιοποιήσουνε για το καλό τση κοινωνίας τσοι γνώσεις τωνε, γι’ αυτό και πήρανε τσοι τίτλους και τσοι διακρίσεις. Κι όι για την επιτυχία ντωνε στσ’ επικοινωνιακές τωνε συναλλαγές.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Απαλεύω = Ταλαιπωρούμαι
Άτζεμπις = Άραγε
Θωρώ = Βλέπω
Αναχαράσσω = Μηρυκάζω
Μπιθιάζω = Συμπιέζω το περιεχόμενο
Γροικώ = Ακούω
Πριχού = Προτού
Έχνος = Το ζώο
Αβατζέρνω = Περισσεύω, πλεονάζω
Χώνωμαι = Κρύβομαι
Ως εκειά και μη παρέκει = Μέχρι εκεί και όχι παραπέρα
Ορμηνιά = Νουθεσία
Έπαε = Εδώ