Πέμπτη, 15 Αυγούστου, 2024

Avaritia

Ξημέρωμα Κυριακῆς, ἡ μέρα πού ’χουν τὸ συνήθειο νὰ σφάζουνε ἀρνιά· τὴ μέρα ἐκείνη Φρύγες τουρκόγυφτοι ἔταξαν στοὺς Ψωροκωσταίους τάλαντα πολλὰ γιὰ νὰ νοικοκυρέψουνε τῆς Τρίχας τὸ γεφύρι, ὅτι κουνιότανε ἐπικίνδυνα πάν’ ἀπ’ τὸν Κωκυτό. Εἶχ’ ἔρθει ὁ καιρὸς κι ἔπρεπε, λέει, νὰ περάσουνε ἀπ’ τὸ σημεῖο ὅπου κρίνεται ἡ μοῖρα τῶν θνητῶν.
Ἔτσι, ὅλοι μαζί, μάστορες καὶ μαθητᾶδες, βαλθήκανε νὰ βάλουνε μιὰ τάξη στὸ ἐρείπιο. Ὥσπου νὰ ξεψυχήσῃ ἡ μέρα τὰ φτυάρια κ’ οἱ ἀξῖνες εἴχαν λιώσει, μὰ τὸ γεφύρι αὐτὸ δὲν θὰ τελείωνε ἔτσι εὔκολα. Ὅταν ξημέρωσε λάβανε τὴν ἀπόφαση νὰ φτειάξουνε περσότερες καμάρες, ψηλὲς κι ὄμορφες. Τὴν ἑπομένη εἶπαν νὰ ξεκουράσουν τὶς καμάρες μὲ σκέλη καὶ ποδαρικά.
Οἱ μέρες ἔφεγγαν ἡ μιὰ σιμὰ στὴν ἄλλη κι ὅλο πασχίζανε νὰ κάνουν τὸ γεφύρι μία διάβαση ἀμύθητα ὀνειρεμένη γιατὶ δὲν ὑπῆρχε τέλος στὴν ξιπασιά τους καὶ ἐπειδὴ θέλανε νὰ σιγουρέψουνε τὴν εὔνοια τῶν Φρυγῶν.
Καὶ πέρασαν σαράντα ἐννιὰ ἡμέρες σωστὲς ὡσότου τὸ γεφύρι νὰ θυμίζῃ κτίσμα λαμπρό. Ἄξαφνα, κάποιος ἀπ’ τοὺς μαθητᾶδες φώναξε πὼς πρέπει ἐπιτέλους τὸ γεφύρι νὰ στεριώσῃ.
Ἔτσι, τῶν λόγων τῶν παλιῶν πατῶντας τὰ ἴχνη, μιὰ θυγατέρα εἴπανε νὰ θυσιάσουνε. Κατὰ τὸ γιόμα τοὺς στεῖλαν μιὰ πρεσβεία ’π’ τὸ χωριό: Ἱερωμένοι τραγομάσχαλοι, ἑταῖρες, Γυφτοφάγοι καὶ κοπρολόγοι πολιτευτὲς κατέφτασαν ζητῶντας τους νὰ θυσιάσουνε τὴν κόρη τοῦ δεσπότη. Τόσο μεγάλη ἤτανε ἡ θλίψη τους ποὺ τὰ ραβδιά τους ὅλοι κρούσανε στὴ γῆς καὶ δὲν κρατήσανε τὰ δάκρυά τους. Μὰ τὸ μυαλό τους τυφλωμένο ὡς ἦταν, κι ἐπειδὴ τὰ τάλαντα τοὺς εἴχανε ζαλίσει, μποροῦσε νὰ σηκώσῃ τέτοιες ἀποκοτιές.
Ἔτσι, τῆς ἱκεσίας τὶς φωνές, τὰ παρακάλια καὶ τοὺς ὁδυρμοὺς πού ‘σερνε ἡ παρθένος κανένας δὲν λογάριασε. Καὶ διατάχτηκαν οἱ μάστορες κι οἱ μαθητᾶδες νὰ τὴν πιάσουνε καὶ νὰ τὴν στήσουνε ψηλά, σὰν τὴν ἀρνάδα, πάνω στὸν βωμό. Τὰ παραπέρα οὔτε ποὺ τά ’δα οὔτε ποὺ τὰ λέω.
Κι ἀκολούθησε μία διαολεμένη νύχτα καὶ μόνο ἕνας παπᾶς φαρδύπρωκτος τόλμησε νὰ ξεμυτίσῃ στῆς Τρίχας τὸ γεφύρι γιὰ νὰ κάνῃ τρισάγιο. Κάποια φορὰ ἡ αὐγὴ ἅπλωσε στὴ γῆς τὸ χρῶμα της κι οἱ φρύνοι, ἀποκαμωμένοι ἀπ’ τ’ ὁλονύχτιο κόασμα, σιώπησαν. Τὴν ὥρα ἐκείνη οἱ μάστορες κι οἱ μαθητᾶδες μαζὶ μὲ τὴν πρεσβεία καὶ τοὺς τουρκόγυφτους τοὺς Φρύγες κάναν’ νὰ περάσουν.
Ἀργότερα, ἕνας λεχρίτης, ἀπλησιάρης εἶπε ὅτι εἶδε μαῦρες σκύλες καπροδόντες μὲ μάτια αἱμοσταγῆ νὰ πλησιάζουνε γοργὰ τὴ γέφυρα κι αἴφνης ν’ ἀκούγονται κραυγὲς κι οὐρλιαχτὰ πού, ὕστερ’ ἀπὸ λίγο, ἐξατμίστηκαν σὲ μιὰ βαθιὰ σιωπή…


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα