Με αφορμή την πρόσφατη αποχώρηση της ισπανικής πετρελαϊκής εταιρείας Repsol από τις έρευνες εξεύρεσης υποθαλάσσιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Ελλάδα, αυξήθηκε ο σκεπτικισμός για το μέλλον της εξόρυξης υποθαλάσσιων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στη χώρα μας, μεταξύ των οποίων και πλησίον της Κρήτης. Οι σημερινές αρνητικές προοπτικές για τη μελλοντική αξιοποίηση των πολύτιμων (;) υποθαλάσσιων υδρογονανθράκων στη χώρα μας βασίζονται σε πολλούς παράγοντες μεταξύ των οποίων:
1. Τη στροφή στις Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και σε άλλες τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα σε βάρος των ορυκτών καυσίμων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, οι επιπτώσεις της οποίας είναι ιδιαίτερα επώδυνες σήμερα, όχι μόνο στις αναπτυσσόμενες χώρες αλλά, και στα ανεπτυγμένα Δυτικά κράτη (ΗΠΑ, Καναδάς, Γερμανία, Βέλγιο κ.α.). Ο στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως και πολλών άλλων κρατών να εξαλείψουν τις εκπομπές άνθρακα μέχρι το 2050 κάνει αναπόφευκτη τη μείωση της παγκόσμιας ζήτησης σε αέριους και υγρούς υδρογονάνθρακες,
2. Το υψηλό κόστος εξόρυξης των υποθαλάσσιων υδρογονανθράκων από μεγάλα βάθη,
3. Την υπάρχουσα αβεβαιότητα σχετικά με τις μελλοντικές τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Αν και οι μελλοντικές τιμές τους είναι αδύνατον να προβλεφθούν πρόσφατα παρατηρήθηκε και η (μέχρι σήμερα απειροελάχιστα πιθανή) αρνητική τιμή του πετρελαίου (βοηθούντος και του κορωνοϊού). Στα μέσα Απριλίου του 2020, καθώς η παγκόσμια ζήτηση για πετρέλαιο λόγω του SARS-CoV-2 μειώθηκε δραματικά, η τιμή του διαμορφώθηκε σε μείον 37.63 $ το βαρέλι κάτι πρωτόγνωρο ιστορικά. Λόγω της μειωμένης ζήτησης σε σχέση με την προσφορά οι υπάρχοντες αποθηκευτικοί χώροι του πετρελαίου ήταν όλοι γεμάτοι, ενώ χρειαζόταν χώροι αποθήκευσης για το παραγόμενο πετρέλαιο. Στην πρωτόγνωρη αυτή συγκυρία κάποιος πληρωνόταν, εφόσον έπαιρνε πετρέλαιο από τις δεξαμενές αποθήκευσης του (με 37.63 $ το βαρέλι) ούτως ώστε να δημιουργηθεί χώρος για να αποθηκευτεί το νέο που παραγόταν. Εξάλλου έμπειροι διεθνείς εμπειρογνώμονες στο τομέα της ενέργειας όπως ο Jeremy Rifkin και ο Daniel Yergin εκτιμούν ότι η κορύφωση της ζήτησης πετρελαίου (peak oil) δεν θα αργήσει, ενώ χρονικά την τοποθετούν στα τέλη της δεκαετίας του ’20 έως τα μέσα της δεκαετίας του ’30,
4. Η δυσμενής σήμερα θέση των εταιρειών παραγωγής σχιστολιθικού πετρελαίου και αερίου (shale oil and gas) στις ΗΠΑ. Ενώ με την ανάπτυξη της τεχνολογίας λήψης σχιστολιθικού πετρελαίου και αερίου οι ΗΠΑ κατάφεραν να (ξανα)γίνουν μεγάλη πετρελαϊκή δύναμη στην παραγωγή και εξαγωγή υδρογονανθράκων, η πρόσφατη κατάρρευση των τιμών τους οδήγησε σε αδιέξοδο πολλές από τις εταιρείες αυτές, καθώς και τις τράπεζες που τις χρηματοδοτούσαν,
5. Το γεγονός ότι, καθώς οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες βλέπουν τη παγκόσμια στροφή σε καθαρές ενεργειακές πηγές και τη μελλοντική μείωση στη ζήτηση πετρελαίου και φυσικού αερίου, προβληματίζονται να επενδύσουν στην εξεύρεση νέων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων δεδομένου ότι οι επενδύσεις αυτές αποδίδουν σε μακροχρόνιο ορίζοντα.
Αντίθετα, προτιμούν να περιορίσουν τις έρευνες για νέα κοιτάσματα (Όπως η Repsol) και να επεκτείνουν τις δραστηριότητες τους σε νέες ενεργειακές πηγές όπου θα διαθέσουν εκεί τα κεφάλαια τους διαβλέποντας τη δυνατότητα να αποκομίσουν κέρδη στον τομέα αυτόν.
6. Στο δίλλημα των θεσμικών επενδυτών (π.χ. των ασφαλιστικών ταμείων που κατέχουν τεράστια κεφάλαια και προσδοκούν λογικές και σταθερές μακροχρόνιες αποδόσεις στα επενδεδυμένα κεφάλαια τους) σχετικά με τις επενδύσεις τους σε μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες. Οι επενδυτές αυτοί βλέποντας την παγκόσμια στροφή σε καθαρές πηγές ενέργειας φοβούνται ότι οι σημερινές επενδύσεις τους σε μετοχές των πετρελαϊκών εταιρειών μπορούν να οδηγήσουν σε μεγάλες απώλειες κεφαλαίων στο μέλλον. Προτιμούν λοιπόν να απο-επενδύσουν από τις μετοχές των πετρελαϊκών εταιρειών και να επενδύσουν σε μετοχές εταιρειών που συνδέονται με την αξιοποίηση καθαρών πηγών ενέργειας. Αυτό έχει σαν συνέπεια τη πτώση της αξίας των μετοχών των πετρελαϊκών εταιρειών.
Συνεπώς αν και οι μελλοντικές τιμές των υδρογονανθράκων είναι αδύνατον να προβλεφθούν είναι πιθανόν, για τους προαναφερθέντες λόγους, η εξόρυξη των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στη χώρα μας και βεβαίως στην ευρύτερη περιοχή της Κρήτης (των οποίων οι ακριβείς ποσότητες και το κόστος εξόρυξης τους δεν έχουν καθορισθεί επακριβώς μέχρι σήμερα) να εγκαταλειφθεί για το απώτερο μέλλον. Έτσι, οι όποιες προσδοκίες είχαν καλλιεργηθεί στο παρελθόν για νέα έσοδα του κράτους από τη συμμετοχή του στην αξιοποίηση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων της χώρας, ίσως δεν ευοδωθούν. Αντίθετα οι υπέρμαχοι της αειφόρου ανάπτυξης ίσως αισθανθούν δικαιωμένοι, καθώς η εξόρυξη των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην ευρύτερη περιοχή της Κρήτης, συνοδευόμενη πιθανώς με κάποια περιβαλλοντική υποβάθμιση, ματαιωθεί προς το παρόν, ενώ αντίθετα θα επιταχυνθεί η αξιοποίηση των καθαρών ενεργειακών τεχνολογιών.