Πέμπτη, 23 Ιανουαρίου, 2025

Αύγουστε μήνα και Θεέ…

Αύγουστε μήνα και Θεέ
σε σένα ορκιζόμαστε
πάλι του χρόνου να μας βρεις
στα βράχια να φιλιόμαστε.

Οδυσσέας Ελύτης

Χάνουνταν ολοπόρφυρος ο ήλιος, βουλιάζανε τα βουνά, χώνονταν στο σκοτάδι και τα σπίτια γινόντουσαν μουντά και μολυβιά.
Το πέπλο της νύχτας, ζεστό, βαρύ και μαυρισμένο, απλωνόταν κι ήντουνα η μέρα που μόλις έφευγε μελαγχολική γιατί σκεύουνταν πως τη θέση της τη δίνει στην πρώτη του βασιλιά ή και Θεού μήνα, του πιο πλούσιου, που ταΐζει τους άλλους έντεκα του χρόνου.
«Γέρασε το καλοκαίρι», σκέφτηκα και λαχταρούσα ν’ ανοίξω την αγκαλιά μου να σφίξω όσο απόμενε, να το σώσω, να το κρατήσω για πάντα να με ζεσταίνει. Ξυπνούσανε ιστορίες θαλασσινές κι αποσπερίτικες που λέγαμε σαν αρμενίζαμε ολάκερη ζωή στο καλντερίμι, σφαλνούσα τους οφταλμούς κι ονειρευόμουνα. Κι ήθελα να τραγουδήσω, να νανουρίσω τον Ιούλιο που ’φευγε, να του δώσω παρηγόρια πως, ναι, είναι ζωντανός ακόμα ο Ιούλιος Καίσαρας ο Αυτοκράτορας ο ισχυρός που του έδωκε το όνομά του.. Σκευόμουνα και θέλανε να κλείσουν τα βλέφαρά μου, να κοιμηθώ.
Κι είχα πολλή δουλειά ακόμα με τα μολυβοκόντυλα, τα σύνεργά μου.
Μα, λάμψη φάνηκε στο τρίστρατο, εκεί που ανταμώνουν οι δρόμοι και κάθε βράδυ μαζώνονταν παλιά οι κυράδες και τα κοριτσόπουλα να πούνε πίκρες, καημούς και χαρές τους. Από νωρίς, λέει, είχανε μαζωμένα τα παλικάρια ξύλα, τα ανάψανε τούτη την ώρα λίγο πριν ξεκινήσ’ η Πρωταυγουστιά, κι οι πύρινες γλώσσες παραβγαίνανε στο ύψος.
Κι ευτύς, φωνές, γέλια, πειράγματα και λιανοτράγουδα πλημμυρίσανε τη γειτονιά ολάκερη. Παιδιά, άντρες και γυναίκες, αρχίσανε με πολλή φασαρία να πηδούνε. Παίρνανε φόρα, δίνανε μια και περνούσαν μέσα απ’ τις φλόγες. Να εξαγνιστούνε, μου είπανε, και να υποδεχτούν την καινούργια, ως πίστευαν οι προγόνοι, αιώνες πριν, που θα άρχιζε σε λίγες ώρες με τον Αυγερινό αντάμα.
Τους σίμωσα, χαιρετηθήκαμε, με γκαρδιώσανε και μ’ ένα πήδο κατάφερα κι εγώ να περάσω την άλλη μεριά της φωτιάς.
Αλλάξαμε ευχές και καλολογήματα, όμορφα ήταν, μοναξιά, όμως, γύρευα για να βγάλω τις εικόνες που χρειαζόμουνα απ’ τα βάθη του νου μου να τελειώσω το γραφτό μου. Ανάγκη ήτανε, τους καληνύχτισα κι έφυγα με βαριά καρδιά.
Περπάταγα ανάμεσα αρμυρίκια, σφάκες κι αλυγαριές, έφτασα κατάγιαλο, με τους πύργους που είχανε κάνει τα παιδιά στη κάψα τη μεσημεριανή να με προστατεύουν και τα καβουράκια να τρέχουν φοβισμένα για να κρυφτούνε. Μια απαλή μουσική, ένα χάδι από το λίκνισμα του θαλασσόνερου, και τα κρεμασμένα αστέρια με μαγέψανε, έκατσα στη βρεμένη άμμο, κι έβλεπα το στραφτάλισμα του νερού που με οδηγούσε σε ένα μωρουδιακό ύπνο. Και μουρμούριζα Ελύτη,
Κι εγώ μέσα στους αχινούς
στις γούβες στ’ αρμυρίκια,
σαν τους παλιούς θαλασσινούς
ρωτούσα τα τζιτζίκια:
Ε, σεις τζιτζίκια μου άγγελοι,
γεια σας κι η ώρα η καλή!
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
Κι όλ’ αποκρίνονταν μαζί:
-Ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει.
Σα ξύπνησα στο τρεμόπαιχμα των αστεριών, ήμουνα ζεστός κι ολόβρεχτος. Δίπλα, η Αντρομάχη, νύμφη του πελάγους και θυγατέρα μου, με κοιτούσε και στάζανε τα μαλλιά της αλισάχνη.
-Σε είχα χάσει μπαμπά κι ανησυχούσα.
-Βιαζόμουνα να υποδεχτώ το μήνα και Θεό που έρχεται.
-Σου έφερα φάρμακα μην αρρωστήσεις, συμπλήρωσε.
Μου χαμογέλασε μετά κι απίθωσε δίπλα μου το δίσκο με ένα καραφάκι ούζο, μεζέ και τη σφριγηλή συντροφιά της.
-Πιες να ζεσταθείς. Είσαι βρεγμένος, δεν το βλέπεις;
Μα εγώ δεν το έβλεπα. Δεν το ένιωθα.
-Στην υγειά σου κόρη μου αγαπημένη, είπα, κι άδραξα το ποτήρι μου.
-Στην υγειά σου είπε κι αυτή και τσουγγρίσαμε.
Άδειασε το καραφάκι και γελούσαν θάλασσα, γης κι αστέρια.
Κι ένοιωθα πληρότητα κι ευτυχία.
Αγκαλιαστήκαμε με την Αντρομάχη και τραγουδήσαμε πάλι Ελύτη.
Ο Αύγουστος ελούζονταν
μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έτρεχαν
άστρα και γιασεμιά.
*gkamvysellis@yahoo.gr


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα