Το χάδι είναι μια πληγή, πληγές απού γιατρεύει, ειν’ η αυγή που μάτωσε και δειλινό γυρεύει. Γυμνή μου αύρα πώς μπορείς να τις γεννάς τις φλόγες, ανάσα – χάδι τ’ ουρανού εις τις αυγής τις ρόγες.
Ξέχασες πού ταξίδεψες και πούθε αρχινούσες, κλαδιά του ήλιου προσπερνάς, κραυγές π’ αναζητούσες. Οι δρόμοι σου είναι σύντροφοι, φίλοι, συνοδοιπόροι, αγρίμια απού αλυχτούν για να τ’ ακούν τα όρη. Κι αυτά δακρύζουν, γίνονται τ’ ονείρου δροσουλίτες, απού νικούν τα σύννεφα, απού νικούν τις ήττες. Ζητάς να βρεις πού ξεκινά αυτό πού τελειώνει, για να πετάξεις τ’ αύριο, το “τώρα” που σκοτώνει.
Σαν είσαι τέλος σταματούν να σε αγγίζουν φόβοι, είσαι φωτιά και ασκιανός, σκαρί απού ξεκόβει.
Κι αφήνει πίσω τις στεριές, χορεύει με τσ’ ανέμους κι ακροβατεί στην άβυσσο κι αποζητεί πολέμους. Και είναι οι αστερισμοί αγκάλες που τις νύχτες, σιωπηλές χαρίζονται, κλείσε τα μάτια, σφίχτες. Κι ύστερα άναψε τσ’ αυγές, σβήσε τα δειλινά σου, σήκωσε ό,τι έπεσε, σπάσε τα πύληνά σου. ’Κει που τελειώνει η αρχή, μιαν άλλη αρχή αρχίζει, φίλος του Αδη σα γενείς το γέλιο σου θ’ ανθίζει. Γιατί θα ξέρεις πως θα ζεις την κάθε σου τη μέρα, σαν τελευταία να ’ναι αυτή, κάνε τα όρια πέρα. Αύρα γυμνή θε να γεννείς, απού γεννά τις φλόγες, γίνε ουρανός που χάθηκε σε μιας γοργόνας ρόγες.