Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Αξέχαστα Σφηναριώτικα Χριστούγεννα

Kείνο το βράδυ, 23 Δεκέμβρη 1978, σ’ ετούτο το ακριτικό κι ασυμβίβαστο θαλασσοχώρι το Σφηναράκι, καμιά δεκαριά βασανισμένοι ξωμάχοι π’ αποσπερίζανε στου Καπεταναντώνη του Χόχλακα τον καφενέ, τσουγκρίζανε αναντρανιστά το τρίτο ποτηράκι τσικουδιά μαζί μου για τα καλωσορίσματα, που είχα φτάσει μετά τέσσερεις ώρες οδήγηση στο τσουχτερό κρύο, από Ηράκλειο, όταν κάποιος έσκασε το μυστικό.

—Μεγάλη φορτίνα, κύριε καθηγητά.

Δε περνά ο δρόμος.

—Γιατί;

—Βουνά τα κύματα, βροχή με το τσουβάλι, ξεχείλισε ο ποταμός στου Βλεπέ το σόχωρο, πάει και το γεφύρι ….

—Τώρα; ρώτησε τρομαγμένη η γυναίκα μου με τις κόρες μου να κοιτούνε φοβισμένες.

—Λάτε στο φτωχικό μας, ακούστηκε από κάμποσα στόματα ολόγυρα.

—Ευχαριστούμε αλλά…

—Έχει ένα πέρασμα. Λάτε, είπε ο Βεστομιχάλης ο βοσκός που σηκώθηκε και μας παρότρυνε.

—Κλουθάτε με μα από σιμά γιατί, σκοτίδι όξω…

Υπακούσαμε, καληνυχτίσαμε τους άλλους, βγήκαμε στην παγωνιά. Αφήσαμε το αυτοκίνητο φορτωμένο στη μικρή πλατεία, ξεκλείδωτο, πήραμε δυο τσάντες με φαγώσιμα και στο σκοτάδι, ούτε άστρα, μηδέ φεγγάρι, τον ακλουθήσαμε στα χωράφια. Άναβε κάθε τόσο τον αναπτήρα να βλέπουμε, μα τι να δούμε, σκουντουφλούσαμε, κουτουλούσαμε, περάσαμε κάτω από ελιές, χαρουπιές, δίπλα σε βάτα, κι άξαφνα ακούσαμε δυνατό βουητό.

—Το ποτάμι, είπαμε φοβισμένοι.

—Να η γέφυρα, μας είπε.

Στο τσάκτισμα του αναπτήρα, είδαμε ένα μακρύ σανίδι από την μια όχτη στην άλλη, κι από κάτω, θεριό ανήμερο το νερό να βρυχάται. Δεν κατάλαβα πως έβλεπε αυτός ο βουνίσιος άνθρωπος που μπήκε μπροστά κι αρχίνιξε να πορπατεί σαν ακροβάτης στο σανίδι απάνω. —’Κλουθάτε, πρόσταξε και πορπάταγε σαν σε άσφαλτο.

Κάναμε δυο βήματα ίσαμε ένα μέτρο, κι ως κοντέψαμε το σανίδι, κοκαλώσαμε. Κατάλαβε αυτός, πισωγύρισε.

—Δεν μπορώ, δήλωσε η κυρά.

—Μη σε νοιάζει. Δώσε το χέρι σου.

Την άδραξε τότες δυνατά, σχεδόν την πήρε αγκαλιά και, μια και δυο, πέρασαν στην άλλη μεριά το ποτάμι. Ξαναγύρισε, πήρε, ρε παιδιά δε θα το ξεχάσω, τις δυο θυγατέρες μου τριώ και έντεκα χρονώ, στις δυο του αμασκάλες, τις πέρασε κι αυτές στα σκοτεινά πάνω στο βρεμένο μαδέρι, τρία μέτρα από κάτω το νερό να βουίζει. Στάθηκε απέναντι, ίσια που τον διέκρινα, κι άκουσα να με καλεί:

—Έλα σύντεκνε, μα εσύ, μπορείς.

Μ’ έπιανε το Κρητικό μου, πλησίαζα το μαδέρι, δεν το καλόβλεπα, άκουγα να κατρακυλά το νερό με πέτρες και κλαδιά, άβυσσος, να και κάτι ψιχάλες, σταμάταγα.

—Άντε, σύντεκνε, και θα βρέξει, με γκάρδιωνε. Μα η αφεντιά μου, που δεν υπήρξα σκοινοβάτης μηδέ λοκατζής, έκανα δυο βήματα στην τάβλα, θώραγα αφρισμένο το νερό από κάτω, γλίστραγε κι όλας το σανίδι, γύριζα πίσω. Άκουσα το γέλιο του Βεστομιχάλη να πλησιάζει, και τη γυναίκα μου να παραπαίει.

—Γιώργο, πρόσεχε! Δεν μπορείς! Σε χρειαζόμαστε! Μετά τα γοερά αυτά λόγια οπλίστηκα κουράγιο, και… ευτυχώς, ένιωσα μια χούφτα σα γυαλόχαρτο να με αρπά.

—Πάμε λεβέντη, είπε, με βάστηξε σαν σε τσίρκο, πηγαίναμε μπροστά αυτός πίσω εγώ, άκουγα τα δεντρόκλαδα στο δικό τους αγριεμένο χορό, το νερό να φοβερίζει, τη σανίδα να τρίζει και να κουνιέται και χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα πάλι στη γης απάνω, στην απεναντινή την όχτη.

Μετά, ήταν όλα εύκολα. Ακλουθούσαμε τη σκοτεινή φιγούρα, μπρος τα παιδιά να κρατάνε το χέρι του, πίσω η γυναίκα κι ο ήρωας, οπισθοφυλακή. Περάσαμε νεροφαγιές, πεζούλες και χαράκια, μπλεχτήκαμε σε κλαδιά κι ένα σύρμα περίφραξης, σε λίγο ξεκλειδώναμε το κονάκι μας, ανάβαμε το λουξ, μια και δεν είχαμε ρεύμα, και μ’ ένα σπίρτο στο τζάκι με τα λιανόξυλα, δώσαμε Χριστουγεννιάτικο άρωμα στο δωμάτιο.

Σε δέκα λεπτά, τα κουτσούρια τρίζανε στο τζάκι, καπιράδες μοσκομυρίζανε στη σχάρα, πατάτες οφτές ροδίζανε, αγριαγκινάρες και κουκιά και κάστανα και τσικουδιά αραδιάστηκαν στην τζακόπλακα, να και γαρίδες ψητές, ήρθε και το κρασί, «νηστίσιμα πράματα», απολογήθηκε η συμβία, ξεμπερδέψαμε μετά τα μεσάνυχτα. Κι ο Βεστομιχάλης, μισομέθυστος, …

—Έληξε η αποστολή μου, είπε, καληνύχτισε, έφυγε. Ξημέρωσε και ψιλόβρεχε. Το τζάκι ακόμα αναμμένο και προτού βάλουμε τον καφέ, χτύπησε δυνατά η πόρτα.

—Να τα πούμε θείε, ακούστηκαν κελαηδιστές οι φωνές. Ανοίξαμε, μπήκανε χαρούμενα, πεντέξι ήτανε, του Κοντορίνη, της Μαρκομαρίας και του Σάρακα τα κοπέλια. Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας Ήχησε το κονάκι ολάκερο, και το περβόλι, κι ο γιαλός, ως το αραξοβόλι και την κορφή του Άι-Λια, στα ουράνια έφτασε το χαρμόσυνο μήνυμα. Χριστός γεννάται σήμερα….

Χρόνια πολλά σε όλους.

 

* gkamvysellis@yahoo.gr


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα