Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Αξιολόγηση χρηματοοικονομικών επιδόσεων

Mέσα στο υφιστάμενο μακροοικονομικό περιβάλλον, που χαρακτηρίζεται από έντονες οικονομικές, κοινωνικοπολιτικές, τεχνολογικές και ρυθμιστικές προκλήσεις, εγείρεται επιτακτική η αξιολόγηση των επιδόσεων επιχειρήσεων στον κλάδο των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.

Ο χρηματοοικονομικός τομέας αποτελεί τη «ραχοκοκαλιά» της οικονομίας καθώς παρέχει στήριξη, μέσω κεφαλαίων και μιας σειράς χρηματοοικονομικών προϊόντων και υπηρεσιών, σε όλους τους άλλους τομείς επιχειρηματικής δραστηριότητας (πραγματική οικονομία). Παρότι το ενδιαφέρον έχει εστιαστεί κυρίως στον τραπεζικό κλάδο, και άλλοι τομείς των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών έχουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο.

Μεταξύ αυτών είναι και ο κλάδος των ασφαλειών. Χαρακτηριστικά αναφέρεται η εμπλοκή μιας από τις μεγαλύτερες εταιρίες του κλάδου, της αμερικανικής AIG, στο οικονομικό κραχ του 2008 και η διάσωσή της από την κυβέρνηση των ΗΠΑ (κόστους περίπου $180 δις.). Ειδικά στην Ευρώπη, ο κλάδος των ασφαλειών βρίσκεται σε στάδιο αναδιοργάνωσης, καθώς διαμορφώνεται μια ενιαία, ανοιχτή ευρωπαϊκή ασφαλιστική αγορά και ταυτόχρονα εισάγονται νέοι κανόνες εποπτείας του χώρου (Solvency II).

Στο πλαίσιο αυτό, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η ανάλυση της παρούσας κατάστασης στο χώρο των ασφαλιστικών εταιριών στην Ευρώπη, ώστε να εντοπιστούν οι ιδιαιτερότητες στην ασφαλιστική αγορά κάθε χώρας, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις του κλάδου, και η λήψη ανάλογων μέτρων πολιτικής τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε τοπικό επίπεδο. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε πηγή το κίνητρο τη διεξαγωγή μίας σχετικής έρευνας από το Εργαστήριο Συστημάτων Χρηματοοικονομικής Διοίκησης του Πολυτεχνείου Κρήτης.

Η έρευνα επικεντρώθηκε σε επιχειρήσεις του κλάδου ασφαλειών ζωής για το διάστημα 2000-2012. Στην έρευνα εξετάστηκαν οι χρηματοοικονομικές επιδόσεις επιχειρήσεων του κλάδου αυτού από τις έξι κύριες χώρες-αγορές: Γερμανία, Δανία, Φινλανδία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο και Ιταλία. Για την συλλογή των απαραίτητων δεδομένων χρησιμοποιήθηκε η βάση δεδομένων Orbis της εταιρίας Bureau van Dijk, ενώ το δείγμα περιελάμβανε 3837 παρατηρήσεις για μητρικές και θυγατρικές εταιρίες, εισηγμένες και μη, ομίλους εταιριών καθώς και αλληλασφαλιστικούς ασφαλιστικούς συνεταιρισμούς.

Οι χρηματοοικονομικές επιδόσεις ωστόσο, αποτελούν ένα σύνθετο και πολυδιάστατο ζήτημα, στο οποίο αποδεικνύεται δύσκολο να αποδοθεί μία ενιαία ερμηνεία μέσω της ανάλυσης χρηματοοικονομικών δεικτών, της συνηθέστερης προσέγγισης αξιολόγησής τους. Αντ’ αυτού, λοιπόν, για την πραγματοποίηση της εν λόγω αξιολόγησης, προτιμήθηκε η κατασκευή ενός σύνθετου δείκτη, του «Δείκτη Χρηματοοικονομικών Επιδόσεων» (“Financial Performance Index”, FPI), μέσω μιας κατάλληλης στάθμισης εφτά επιλεγμένων επιμέρους χρηματοοικονομικών δεικτών (απόδοση ενεργητικού, απόδοση επενδύσεων, δείκτης φερεγγυότητας, δείκτης ασφαλιστικής μόχλευσης, δείκτης αντασφάλισης, συνδυασμένος δείκτης εξόδων και ετήσια μεταβολή των μικτών ασφαλίστρων), οι οποίοι και αντανακλούν τέσσερις διαφορετικές βασικές διαστάσεις των χρηματοοικονομικών επιδόσεων των ασφαλιστικών εταιριών (αποδοτικότητα, κεφαλαιακή επάρκεια, λειτουργική επίδοση και ανάπτυξη). Για την κατασκευή του δείκτη χρησιμοποιήθηκαν σύγχρονες και καθιερωμένες τεχνικές από το πεδίο της επιχειρησιακής έρευνας που έχουν χρησιμοποιηθεί σε θέματα αξιολόγησης των επιδόσεων και της αποδοτικότητας επιχειρήσεων και οργανισμών. Η αξιολόγηση πραγματοποιήθηκε σε σχέση με τις άριστες πρακτικές όπως αυτές ορίζονται τόσο ως προς το σύνολο των χωρών που εξετάστηκαν στην έρευνα, όσο και ως προς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ασφαλιστικής αγοράς εντός κάθε χώρας, αλλά και διαχρονικά.

Συγκεκριμένα, εξετάστηκαν τέσσερα εναλλακτικά σενάρια αξιολόγησης, τα οποία διακρίνονται από τα σύνολα βέλτιστων πρακτικών, που διαμορφώνονται σε κάθε ένα από αυτά. Τα σενάρια αυτά έχουν ως εξής:

1) διαχρονική και διαστρωματική αξιολόγηση,

2) διαστρωματική αξιολόγηση,

3) διαχρονική αξιολόγηση ανά χώρα και

4) αξιολόγηση ανά χώρα και έτος.

 

Με βάση τα αποτελέσματα που συλλέχτηκαν από τα τέσσερα αυτά σενάρια καθώς και τα ευρήματα τόσο της χρηματοοικονομικής ανάλυσης δύο εκ των βασικών χρηματοοικονομικών στοιχείων μίας ασφαλιστικής εταιρίας, των μικτών εγγεγραμμένων ασφαλίστρων και του συνόλου του ενεργητικού, όσο και της συγκριτικής ανάλυσης των επιμέρους χρηματοοικονομικών δεικτών του σύνθετου δείκτη FPI, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν συμπληρωματικά, αποτυπώνεται μία ιδιαιτέρως αντιπροσωπευτική εικόνα των ασφαλιστικών εταιριών ζωής των εξεταζόμενων χωρών κατά το διάστημα 2000-2012.

Οι ασφάλειες ζωής ασκούν μία συνεχώς αυξανόμενη έλξη στον γερασμένο καταναλωτικό πληθυσμό της Ευρώπης, όντας ένα ιδιαιτέρως αποδοτικό μέσο αποταμίευσης για την συνταξιοδότηση αλλά και για τις δύσκολες οικονομικά εποχές, γεγονός που αντικατοπτρίζεται στην κατά μέσο όρο αύξηση που γνώρισαν τα έσοδα και τα περιουσιακά στοιχεία των εταιριών του δείγματος στο διάστημα εξέτασης. Το δεδομένο αυτό, ωστόσο, συνιστά μία μόνο όψη της πραγματικότητας.

Οι ραγδαίες ρυθμιστικές και οικονομικές εξελίξεις οδήγησαν σταδιακά σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων και επενδυτικών αποδόσεων καθώς και υψηλών κεφαλαιακών απαιτήσεων, με αποτέλεσμα οι ευρωπαϊκές ασφαλιστικές εταιρίες ζωής να βρεθούν αντιμέτωπες με ορισμένα σοβαρά ζητήματα. Πιο συγκεκριμένα, παρουσίασαν αδυναμία να αξιοποιήσουν αποτελεσματικά τα περιουσιακά τους στοιχεία, μένοντας έτσι εκτεθειμένες στους διάφορους κινδύνους, ενώ παράλληλα, προκειμένου να ανταπεξέλθουν στις υφιστάμενες προκλήσεις, στράφηκαν σε μεγάλο βαθμό στην αντασφαλιστική δραστηριότητα, με συνέπεια να περιοριστεί η διαπραγματευτική τους δύναμη, να ενταθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ τους και να μην καταστεί δυνατή η επίτευξη αρκούντως ικανοποιητικής ανάπτυξης. Συνεπάγεται λοιπόν, ότι οι εξεταζόμενες εταιρίες ταλανίστηκαν έντονα από προβλήματα αποδοτικότητας, κεφαλαιακής επάρκειας, λειτουργικής επίδοσης και ανάπτυξης.

Η δυσχερής αυτή θέση, στην οποία οδηγήθηκε ο κλάδος, αντικατοπτρίζεται και στις μέτριες χρηματοοικονομικές επιδόσεις που σημείωσαν οι εταιρίες που εξετάστηκαν στην έρευνα.

Ωστόσο, αυτές χαρακτηρίζονται από μικρές μόνο διαφοροποιήσεις διαστρωματικά και συστηματικές, αλλά μικρής κλίμακας, διακυμάνσεις από έτος σε έτος. Ως εκ τούτου, συμπεραίνεται ότι οι εταιρίες και των εξεταζόμενων χωρών υπέστησαν ανάλογους κραδασμούς από τις εξελίξεις του διαστήματος 2000-2012, οι οποίοι παρόλα ταύτα, ήταν μικρότερου μεγέθους σε σύγκριση με τους αντίστοιχους σε εταιρίες που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικούς επιχειρηματικούς κλάδους, π.χ. τον τραπεζικό, ένδειξη ότι συνολικά ο κλάδος συνεχίζει να αποτελεί ένα σημαντικό μοχλό της ευρωπαϊκής οικονομίας, ακόμη και εν μέσω δύσκολων μακροοικονομικών συνθηκών.

Επιπλέον, ο ανταγωνισμός μεταξύ τους αποδεικνύεται ιδιαίτερα σκληρός, καθότι δεν διαπιστώθηκε ότι εταιρίες συγκεκριμένων χωρών αναδεικνύονται ως αδιαφιλονίκητοι «ηγέτες» του κλάδου, ως προς τις χρηματοοικονομικές τους επιδόσεις. Η παρουσία, όμως, των μικρών, έστω, διαφορών που καταγράφονται στις χρηματοοικονομικές επιδόσεις των εταιριών, ανάμεσα στις χώρες και τα έτη εξέτασης, υπογραμμίζει τις ιδιαιτερότητες και τις επικρατούσες συνθήκες της εκάστοτε τοπικής αγοράς καθώς και το διαφορετικό αντίκτυπο που είχαν τα ποικίλα γεγονότα του διαστήματος 2000-2012. Μία τέτοια ομαδοποίηση ετερογενών, υπό την έννοια αυτή, στοιχείων αιτιολογεί τις σχετικά φτωχές επιδόσεις των εταιριών του δείγματος όταν αυτές εξετάζονται μέσα σε ένα πανευρωπαϊκό πλαίσιο διαχρονικά, δεδομένου του τρόπου με τον οποίο πραγματοποιείται η μεθοδολογία αξιολόγησης. Αντιθέτως, στις περιπτώσεις όπου διαμορφώνονται μικρότερα δείγματα εξέτασης με βάση τον χρόνο ή/και την χώρα, σημειώνονται σαφώς υψηλότερες χρηματοοικονομικές επιδόσεις.

Πράγματι, οι καλύτερες, για την πλειοψηφία των εταιριών, καταγράφηκαν κατά την αξιολόγηση ανά χώρα και έτος, ενώ ακολουθούν, με φθίνουσα σειρά, οι αντίστοιχες κατά τη διαχρονική αξιολόγηση ανά χώρα και κατά τη διαστρωματική αξιολόγηση. Οι προαναφερθείσες διαπιστώσεις, λοιπόν, καταδεικνύουν ότι το ύψος των χρηματοοικονομικών επιδόσεων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πλαίσιο αξιολόγησής τους, ενώ ο παράγοντας χώρα εμφανίζεται να διαδραματίζει, κατά μέσο όρο, καταλυτικότερο ρόλο από τον παράγοντα χρόνο για την εκτίμησή τους. Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό ότι, ως κριτήριο χρηματοοικονομικής υγείας των ασφαλιστικών εταιριών ζωής κάθε μίας εξεταζόμενης χώρας, στην παρούσα έρευνα, προσδιορίζεται η ικανότητά τους να επιτύχουν όσο το δυνατόν εφάμιλλες χρηματοοικονομικές επιδόσεις σε πανευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, διαχρονικό και ετήσιο. Εν ολίγοις, δηλαδή, διερευνάται ο βαθμός χρηματοοικονομικής σταθερότητας που επιδεικνύουν απέναντι στις εκάστοτε προκλήσεις κατά το πέρασμα του χρόνου αλλά και απέναντι στον ανταγωνισμό. Εξετάζοντας, λοιπόν, υπό αυτό το πρίσμα, τα αποτελέσματα που συλλέχθηκαν και από τα τέσσερα σενάρια αξιολόγησης, πραγματοποιούνται οι ακόλουθες παρατηρήσεις.

Οι εταιρίες που δυσκολεύονται περισσότερο να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις της πανευρωπαϊκής αρένας των ασφαλειών ζωής είναι οι φινλανδικές και οι ιταλικές, ενώ οι δανέζικες και βρετανικές εταιρίες πέτυχαν διαχρονικά υψηλές επιδόσεις. Οι γερμανικές ασφαλιστικές εταιρίες παρουσίασαν μέτριες χρηματοοικονομικές επιδόσεις, αλλά εμφανίστηκαν ανθεκτικές στη διάρκεια της κρίσης. Ανοδικές τάσεις πέτυχαν οι βρετανικές εταιρίες, ενώ οι γαλλικές και ιταλικές εταιρίες είναι αυτές που αντιμετώπισαν τα σημαντικότερα προβλήματα τα τελευταία χρόνια. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ωστόσο, παρουσιάζει και η διαπίστωση η οποία αναδύεται μέσα από την παρακολούθηση της διαχρονικής τάσης των αποτελεσμάτων. Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε ότι οι χρηματοοικονομικές επιδόσεις ακολούθησαν, κατά μέσο όρο για το σύνολο του δείγματος, πτωτική πορεία τα διαστήματα 2001-2002, 2006-2008 και 2010-2011, με τις καλύτερες να σημειώνονται το 2009 και τις χειρότερες το 2008. Οι εξεταζόμενες εταιρίες, λοιπόν, αποδεικνύονται εξίσου ευάλωτες μέσα στο πανευρωπαϊκό πλαίσιο και στο εκάστοτε εθνικό, απέναντι στις ραγδαίες οικονομικές συρρικνώσεις των εν λόγω διαστημάτων.

Η χρηματοοικονομική τους υγεία, μάλιστα, δέχτηκε το ισχυρότερο πλήγμα της στο απόγειο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, το οποίο και διαδέχτηκε μία απότομη ανάκαμψη, ως αποτέλεσμα μίας αποτελεσματικότερης αντιμετώπιση της ισχύουσας κατάστασης, λίγο πριν το ξέσπασμα της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης.

Τα αποτελέσματα μιας τέτοιας έρευνας συνεισφέρουν στη σκιαγράφηση της χρηματοοικονομικής βιωσιμότητας των ασφαλιστικών εταιριών, των διαχρονικών τάσεων που διαμορφώνονται καθώς και των διαφορών μεταξύ των χωρών. Οπωσδήποτε η ανάλυση της κατάστασης στον κλάδο των ασφαλειών απαιτεί την εξέταση και άλλων παραγόντων για την ασφαλιστική αγορά σε κάθε χώρα, το επίπεδο ανταγωνισμού, τα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά των χωρών και τις πολιτικές που διαμορφώνονται σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο.

Ο συνδυασμός των στοιχείων αυτών με την ανάλυση των χρηματοοικονομικών επιδόσεων θα οδηγήσει σε μια πληρέστερη εικόνα των προκλήσεων και κινδύνων που αντιμετωπίζει ο κλάδος.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα