Αξιον εστί το ανιστορείν την Κάινα, όπως πορεύτηκε και πορεύεται στο διάβα των αιώνων. Την Κάϊνα που έζησε, όπως την έζησε ο Ιάσονας Στ. Μαυροματάκης στα παιδικά του χρόνια και όπως τη βίωσε και τη βιώνει σήμερα στα 83 του. Αξιον εστί το ανιχνεύειν τις μνήμες που σταυροδένονται με τις ρίζες, αλλά και το διασώζειν και διαφυλάττειν τα πρόσωπα και τα πράγματα από τη λήθη, στο βιβλίο του “Ανιστορώ για την Κάϊνα”.
Από τις αποσπερίδες στο διαδίκτυο, λίγες δεκαετίες, δρόμος… Ο τελικός τίτλος της 4ης προσέγγισης. Οι “καλλίες” και οι κακίες μιας εποχής τόσο κοντινής μα και τόσο μακρινής, ένας άλλος, με την επεξήγηση ότι τη λέξη “καλλίες” τη χρησιμοποιεί ο Νίκος Βαβουλές στο βιβλίο του για τις Στροβλές. “Αλωνεύοντας με τον βολόσυρο – τι πάει να πουν αυτές οι λέξεις”, ένας παράλλος, κατέληξα στον πρώτο αφού σκέφτηκα και κάμποσους άλλους, καθώς “έτρεχαν” οι σελίδες και συναντούσα γνωστές και σ’ εμένα καταστάσεις -λέξεις που τις έφαγε η μαρμάγκα της εξέλιξης, συνήθειες ξεχασμένες. Δείγμα γραφής: «Ο αλωνισμός γινόταν τους μήνες Ιούνη και Ιούλη, μεσημεριανές ώρες και ο τεμαχισμός των σιτηρών καλύτερα. Από τις θεμωνιές έπαιρναν δεμάτια και τ’ άπλωναν στο αλώνι. Τα ζώα τα έδεναν το ένα δίπλα στ’ άλλο και ο αλωνιστής τα υποχρέωνε να γυρίζουν γύρω γύρω στ’ αλώνι. Ετσι με τα πατήματά τους, όντας μεγάλα και βαριά ζώα, γινόταν ο αλωνισμός. Πιο αποτελεσματικά και γρήγορα ο αλωνισμός γινόταν με τον βολόσυρο που τον τραβούσαν δυό αγελάδες ή δύο γαιδάροι ή ένα άλογο. Με οδηγό πάλι τον αλωνιστή που πατούσε πάνω στον βολόσυρο, τα ζώα που τον τραβούσαν, γυρνούσαν γύρω γύρω στ’ αλώνι. Και στις δύο περιπτώσεις κάποιος με το θρινάκι ή διχάλα πετούσε τα στάχυα στο μέρος που περνούσαν τα δεμένα ζώα ή προς το μέρος που περνούσε ο βολόσυρος, για να τεμαχιστούν όλα τα σιτηρά του αλωνιού σε μικρά μικρά κομματάκια. Τη δουλειά του αλωνιστή έκαναν δύο τρια άτομα εναλλάξ, λόγω ζέστης. Τα τελευταία χρόνια ο αλωνισμός και ο διαχωρισμός του καρπού από τα άχυρα, γινόταν με την αλωνιστική μηχανή, σε πολύ σύντομο χρόνο! Οσοι χωριανοί είχαν δεμάτια από σιτηρά, τα συγκέντρωναν σε μια μεγάλη έκταση του χωριού κοντά στο κοινοτικό πηγάδι. Κάποια μέρα έφερναν την αλωνιστική μηχανή στο χωριό. Ενας ένας με τη σειρά έπαιρνε τον καρπό κι έφευγε».
Βιωματική στο έπακρο η μικροπερίοδος μαυροματάκεια γραφή, ωστόσο σε ρόλο αφηγητή με ακροατές τα εγγόνια του τον φαντάζομαι- δεν σπέρνουμε, κι αφού δεν σπέρνουμε, ούτε θερίζουμε, ούτε αλωνεύουμε, ούτε λιχνίζουμε, χρόνια τώρα. Δανεικά τα κούρταλα. Αυτός τους διηγείται τα που έζησε κι αυτά, οι δύο Ιάσονες, η Μαριάντα και η Κατερίνα τού μαθαίνουν να χρησιμοποιεί τον ηλεκτρονικό υπολογιστή για τις ανάγκες της συγγραφής του βιβλίου “Ανιστορώ για την Κάινα”. Ακου βολόσυρος!
Ενα ποίημα με τον τρόπο του Οδυσσέα Ελύτη και με βάση το ποίημα – ρίμα της Δήμητρας Παντελή Σεργάκη που βρίσκεται εν είδει προμετωπίδας στην αρχή του βιβλίου. Αντί επιλόγου: Αξιον εστί το ανιστορείν την Κάινα./ Την γεμάτη με χαράκια/ που σε κάθε της χαραματιά/ βγαίνουνε μανουσάκια./ Την Κάινα, που χτισμένη στην πλαγιά/ νωχελικά ρεμβάζει/ κι ο ήλιος την έχει αγκαλιά/ μέχρι που να βραδιάσει./ Την Κάινα πάνω στον λόφο της/ που αν ρωτήσεις τα Λευκά Ορη/ ολημερίς τι κάνουν/ θα σου αποκριθούν/ την Κάινα πως κοιτάζουν./ Την Κάινα που όποιος γεννηθεί/ γεννιέται εθισμένος/ να περπατεί στις πέτρες της/ για να ‘ναι ευτυχισμένος».
«Αντε να πεις όχι στον Ιάσονα που σε παρακάλεσε να παρουσιάσεις το βιβλίο του και να τολμήσεις να ξανακοντοβολήσεις κατά Κάινα μεριά. Οχι ότι πρόκειται να σου πει, έστω και μισή κουβέντα ο ίδιος. Είναι συν τοις άλλοις, και κατά κοινή ομολογία, ο ορισμός της ευγένειας ο φίλος μου. Ομως οι λίθοι, οι κανιανές πέτρες, κεκράζονται». Τα που είχα πει, μεταξύ των άλλων, αρχίζοντας την ομιλία μου στην παρουσίαση του δεύτερου βιβλίου του -“Ανθρωπογεωγραφία της Κάινας”- στις 19 Αυγούστου 2013.
Τα επανάλαβα και τις προάλλες, στις 5 Σεπτεμβρίου τ.ε., στην παρουσίαση του τρίτου του βιβλίου, στην Κάινα. Τρία τμήματα απ’ αυτήν την παρουσίαση (ο πρόλογος – η 4η απ’ τις 7 προσεγγίσεις που έκανα στο κύριο μέρος και ο επίλογος) παραπάνω… Και εις άλλα βιβλία για την Κάινα, με υγεία, Ιάσονα!