» Χρήστος Χρηστίδης (εκδόσεις Κίχλη)
Τα δύο προηγούµενα βιβλία, τα πρώτα τού Χρήστου Χρηστίδη, γεννηµένου το 1953, τα βρήκα ενδιαφέροντα, διακρίνοντας ένα υποσχόµενο δυναµικό, ωστόσο, ίσως και λόγω της µικρής φόρµας, µε άφησαν τελικά κάπως αµήχανο, µε τη διάθεση όµως να επανέλθω άµα την επανεµφάνισή του στα λογοτεχνικά πράγµατα, επιθυµώντας το τρίτο βήµα να είναι µυθιστόρηµα. Όπερ και εγένετο! Από τις εκδόσεις Κίχλη, το φθινόπωρο του ‘23, κυκλοφόρησε η Αυγή.
Μια µεταµοντέρνα σύνθεση που κλείνει το µάτι στην αυτοµυθοπλασία, ή, για την ακρίβεια, ένα µυθιστόρηµα που µε τον τρόπο του ανήκει σε αυτή τη σύγχρονη τάση της λογοτεχνίας. Το κατά πόσο η σύσταση του περιεχοµένου αποτελεί µικρότερη ή µεγαλύτερη αποτύπωση της εξωκειµενικής πραγµατικότητας του συγγραφέα είναι κάτι που δεν µπορεί κάποιος άγνωστός του να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει. Τι είναι τότε εκείνο που τοποθετεί, έστω και λοξά, την Αυγή στην οικογένεια του autofiction; Είναι η µυθοπλαστική πραγµατικότητα, η έκδηλη τάση να εκληφθεί ως τέτοια, αλλά και η αποτύπωση της διαδικασίας έµπνευσης και συγγραφής του µυθιστορήµατος, ούσα µία από τις κεντρικές ιστορίες που το µυθιστόρηµα περιλαµβάνει. Ο µεταµοντέρνος χαρακτήρας της σύνθεσης, η κατακερµατισµένη αφήγηση, τα λειτουργικά κόλπα και ευρήµατα που χρησιµοποιεί ο συγγραφέας, µεταξύ άλλων, τοποθετούν το παρόν µυθιστόρηµα σε µία ακόµα προσφιλή σε µένα κατηγορία, εκείνη της παιγνιώδους γραφής.
Ας πιάσουµε ωστόσο το νήµα από την αρχή και ας αναφερθούµε στην πλοκή του µυθιστορήµατος αυτού. Ο συγγραφέας µε τη σύζυγό του ζουν στην Αθήνα του σήµερα. Ώριµοι µεσήλικες που ετοιµάζονται να περάσουν στην τρίτη ηλικία, µε όσα αυτή φέρει, άτεκνοι παρότι έφτασαν κοντά στο να γίνουν γονείς, η κύηση ωστόσο δεν ολοκληρώθηκε, αλλά διακόπηκε στον πέµπτο της µήνα· σε αυτή την αγέννητη κόρη αφιερώνει το βιβλίο ο Χρηστίδης, απόφαση που αποτελεί µια ελάχιστη χαραµάδα που του επιτρέπει να παρεισφρήσει ανάµεσα στα πρόσωπα της πλοκής και να ταυτιστεί µε τον συγγραφέα. Εκείνος ασχολείται διαρκώς µε τη λογοτεχνία, παλεύοντας µε τις λέξεις, εκείνη, η Αυγή, παρότι δεν καταλαβαίνει από πού πηγάζει η εµµονή του αυτή, δείχνει κατανόηση και υποµονή· τα χρόνια της συµβίωσης έχουν επιβάλλει τον καθηµερινό ρυθµό και τη ρουτίνα. Στο διπλανό διαµέρισµα ζει µια υπερπροστατευτική µάνα µε την κόρη της, τη Λία. Ο θάνατος της µητέρας θα οδηγήσει την κόρη στην απόφαση να µη βγει ξανά από το σπίτι.
Η ιστορία της Λίας, ορφανής και απροστάτευτης, παρότι ενήλικης, και η ιστορία του ζευγαριού, γεµάτη από καθηµερινότητα, παρατήρηση και αναµνήσεις. Συνεκτική και ανεξάρτητη ρέει η ιστορία της συγγραφής· ο ανώνυµος συγγραφέας που διαρκώς περνάει σε µια υπερβατική κατάσταση φαντασίας και στοχασµού, συνοµιλώντας µε τα πρόσωπα της πλοκής, καθώς τα κοµµάτια της αφήγησης παίρνουν τη θέση τους στο µυαλό του, πριν δοκιµάσει τις δυνάµεις του απέναντι στη λευκή κόλλα, εκεί που κρίνονται όλα όσο αφορά την πράξη της συγγραφής. Ο Χρηστίδης επιλέγει να σπάσει τη χρονική γραµµικότητα της αφήγησης, κάνοντας διαρκή µπρος πίσω, όχι τόσο ως ανάληψη του παρελθόντος χρόνου, αλλά περισσότερο ως µια άσκηση µοντάζ, αναζητώντας τον καλύτερο και πλέον λειτουργικό για την αφήγηση τρόπο τοποθέτησης των κεφαλαίων στα οποία χωρίζεται το µυθιστόρηµα. Ο τρόπος να πει κάποιος µια ιστορία είναι σηµαντικότερος, ενίοτε, από την ίδια την ιστορία. Ωστόσο, το τελικό αποτέλεσµα αποδεικνύεται παιγνιώδες και όχι παιχνιδιάρικο, οι αποφάσεις λαµβάνονται για τη µέγιστη εξυπηρέτηση του συγγραφικού οράµατος, του πολύ συγκεκριµένου τρόπου µε τον οποίο ο Χρηστίδης επιθυµεί να αφηγηθεί την ιστορία του, και όχι ελαφρά την καρδία και για δηµιουργία εντυπώσεων κενών περιεχοµένου.
Ταυτόχρονα, και χωρίς αυτό να χρεώνεται ως ευκολία, οι αποφάσεις αυτές αναδεικνύουν και δεν αποκρύπτουν τα συστατικά που αποτελούν την αφήγηση, δίνοντας στον αναγνώστη ξεκάθαρες απαντήσεις, δικαιολογώντας περαιτέρω τις επιλογές του συγγραφέα, κάτι ιδιαίτερα σηµαντικό σε φαινοµενικά εγκεφαλικές κατασκευές όπως αυτές που ανήκουν στο σώµα της µεταµοντέρνας λογοτεχνίας. Οι ραφές του υφαντού είναι ορατές ή έτσι φαντάζουν, τουλάχιστον. Η µεγάλη φόρµα επιτρέπει στον αναγνώστη να διακρίνει τον τρόπο εργασίας του συγγραφέα, τον τρόπο µε τον οποίο λειτουργεί εντός της γραφής. Τον τρόπο, επίσης, που η εξωτερική συνθήκη επιδρά ενδοκειµενικά. Ο Χρηστίδης δεν ποντάρει µεγάλο ποσό στη συγχρονία, κάποιες αναφορές σ’ αυτή, όπως τα µέτρα αποµόνωσης κατά τη διάρκεια έξαρσης του κορωνοϊού ή η αναπόφευκτη ψηφιακή ζωή που πορεύεται παράλληλα της αναλογικής, απλώς θέτουν τις ιδιαίτερες χωροχρονικές συνθήκες που επικρατούν, ένα ευδιάκριτο σκηνικό που περικλείει τη δράση. Επίσης, παρότι δεν υπάρχει σχετική σήµανση, οι διακειµενικές αναφορές είναι αρκετές, η πιο εµφανής είναι εκείνη στο Πέδρο Πάραµο το µοναδικό αριστούργηµα του Χουάν Ρούλφο µε την κατάβαση στον κόσµο των νεκρών για την υλοποίηση µιας υπόσχεσης.
Η, ποικιλοτρόπως παρούσα, ένταξη της συγγραφής ως συστατικό της πλοκής επιτρέπει στον στοχασµό να εισχωρήσει ανάµεσα στις γραµµές. Η γειτνίαση σε µια απρόσωπη µεγαλούπολη, η αδυναµία ενός ζευγαριού να τεκνοποιήσει, η ευνουχιστική γονεϊκή υπερπροστατευτικότητα, η ψυχική νόσος, η αναπόφευκτη έλευση του γήρατος ως προπορευόµενο τάγµα του θανάτου, µερικά µεταξύ άλλων. Ο Χρηστίδης, χωρίς να γίνεται διδακτικός ή να προδίδει την ιστορία του, κολυµπάει ανάµεσα σε µικρότερα ή µεγαλύτερα ερωτήµατα της ανθρώπινης ύπαρξης, προσθέτοντας, και µε αυτό τον τρόπο, το επαρκές και απαραίτητο συναίσθηµα στη φαινοµενικά εγκεφαλική αυτή κατασκευή, χωρίς να το βιάσει και να το καθοδηγήσει. Τέλος, σηµαντικό και άξιο αναφοράς προτέρηµα του µυθιστορήµατος αυτού είναι η οικονοµία, η πειθαρχία, απότοκο ίσως και της καλής επιµέλειας, στη γραφή, η αποφυγή της χαλάρωσης και του περιττού.