Η τραγικότερη σελίδα στην ιστορία
της νεότερης Ελλάδος γράφεται πλέον
με μαύρα γράμματα…Οδύνη, πόνος, σπαραγμος…
Οι εικόνες από το Μικρασιατικό μέτωπο τον Αύγουστο του 1922 είναι τραγικές. Ο ελληνικός στρατός οπισθοχωρεί, τρένα μεταφέρουν χιλιάδες στρατιώτες προς τα παράλια.
Μαζί με τον διαλυμένο στρατό, φεύγουν και χιλιάδες Έλληνες από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Φεύγουν με οποιονδήποτε τρόπο, όσοι μπορούν!
Η μοίρα όσων μένουν πίσω είναι μία: Σφαγή και θάνατος!
Ο στρατός από όπου περνά ανατινάζει τις σιδηροτροχιές, σε μια ύστατη προσπάθεια να καθυστερήσει τον τουρκικό στρατό, εξασφαλίζοντας λίγο ακόμα χρόνο προκειμένου να καταφέρουν να φτάσουν στα λιμάνια.
Οι Έλληνες στρατιώτες έχουν δώσει μάχες στα αιματοβαμμένα υψώματα και βουνά.
Κάλε γκρότο, Ταμπούρ Ογλού, Τουρμπάν Τεπέ, Μάγκα Νταλκ, Δίδυμοι Λόφοι και πόσα άλλα…
Κάθε βουνό και μια πολύνεκρη μάχη, μια μάχη που ξεπερνούσε τα όρια της ανθρώπινης αντοχής.
Όλες οι ελπίδες τους στρέφονται στη Σμύρνη, ένοπλοι, άμαχοι, όλοι κατευθύνονται εκεί, θεωρώντας ότι οι σύμμαχοι, των οποίων τα πολεμικά πλοία βρίσκονταν στο λιμάνι της, θα απέτρεπαν τους Τούρκους από οποιαδήποτε βιαιοπραγία.
Είκοσι πολεμικά πλοία των «συμμάχων» βρίσκονταν στον κόλπο της Σμύρνης.
Κανένα δεν αντέδρασε μετά από εντολές των κυβερνήσεών τους …
Η Σμύρνη καταστρέφεται από μια τεράστια φωτιά που κατακαίει τα πάντα, εκτός από την τούρκικη συνοικία.
Ένας τεράστιος πύρινος φράχτης που απλώνεται σε μήκος 3 χλμ. κινείται ολοένα και πιο απειλητικά, σφίγγοντας σε έναν ασφυκτικό κλοιό την ανθρώπινη μάζα που σε κατάσταση αλλοφροσύνης πλησιάζουν τους Αμερικανούς ναύτες, οι οποίοι έχουν δημιουργήσει ζώνες ασφαλείας προκειμένου να φυγαδεύσουν τους υπηκόους τους.
Δ. Φωτιάδη «Ενθυμήματα»
ΠΕΜΠΤΗ 25 ΚΑΙ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 26 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1922
«… την ίδια μέρα φεύγουν από τον κόλπο της Σμύρνης, τα δύο θωρηκτά μας, « ΛΗΜΝΟΣ» και «ΚΙΛΚΙΣ». Ο τόσο γνωστός Αμερικάνος μυθιστοριογράφος και δημοσιογράφος, που βρέθηκε τότε στη Σμύρνη, αποκάλεσε τούτη τη φυγή “θλιβερή πομπή”».
ΣΑΒΒΑΤΟ 27 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1922
«…από τις 2 του Μάη 1919, τη μέρα που βγήκε ο στρατός μας στη Σμύρνη είχαν περάσει 39 μήνες και 25 μέρες. Κατά τις 11.00 το πρωί, βρισκόμουν στην Παράλληλο ή πιο σωστά στο Παραλλέλι, όπως το ονομάζαμε. Ακόμα περνούσαν κάπου κάπου πεζοπορώντας καθυστερημένοι στρατιώτες. Ακούω άλογα να καλπάζουν στον πλακόστρωτο δρόμο. Ήταν ο Χιτσέτης Κιορ, μονόφθαλμος πεχλιβάνης, με τους καβαλλάρηδές του, που ανέμιζαν τα γυμνά σπαθιά τους. Δίπλα μου ένας Έλληνας στρατιώτης… και οι δύο τρέχουμε και μπαίνουμε σε μια πάροδο. Από τα Τράσα, φτάνω στο σπίτι μας. Με τη μητέρα μου και τη Στέλλα την παρακόρη μας φεύγουμε και πηγαίνουμε σε ένα φιλικό μας σπίτι στην προκυμαία, παίρνοντας μαζί μας ό,τι πιο πολύτιμο είχαμε. Σε λίγο έμπαινε στη Σμύρνη ισχυρή δύναμη τουρκικού Ιππικού και το απόγευμα ένα Σύνταγμα Πεζικού.
Το όνειρο είχε σβήσει…»
ΚΥΡΙΑΚΗ 28 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1922
«… μπαίνει στη Σμύρνη η πρώτη τουρκική Στρατιά με διοικητή, τον φοβερό Νουρεντίν Πασά. Το πρώτο που σκέφτηκε ο Νουρεντίν ήταν να κανονίσει τον ανοιχτό λογαριασμό που είχε με τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο. Στέλνει έναν αξιωματικό συνοδευόμενο από στρατιωτικό απόσπασμα να τον φέρει. Φτάνει στην μητρόπολη και του λέει: «παπά, σε θέλει ο στρατιωτικός διοικητής της Σμύρνης, Νουρεντίν πασάς. Δύο δημογέροντες, ο Τσουρσόγλου και ο Κλημάνογλου προσφέρονται να τον συνοδέψουν. Κανείς τους δεν γύρισε πίσω. Υπάρχουν πολλές εκδοχές για το τέλος του Χρυσοστόμου, ίσως η πιο σωστή είναι εκείνη, πως ο Νουρεντίν πασάς τον παρέδωσε στο μαινόμενο πλήθος λέγοντας «αν σας έκανε καλό, κάνετέ του καλό, αν σας έκανε κακό, κάνετέ του κακό».
Τον λιντσάρισαν! Τον είχα συναντήσει αρκετές φορές σε φιλικό σπίτι, σε προάστιο της Σμύρνης, όπου συχνά πήγαινε τις Κυριακές. Ήταν άνθρωπος πρόσχαρος, που αγαπούσε τη ζωή. Δύο μέρες πριν μπουν οι Τούρκοι στη Σμύρνη, ο αρχιεπίσκοπος των καθολικών τον παρότρυνε να φύγει. «Θα μείνω με το ποίμνιό μου», απάντησε.
Έμεινε και έγινε εθνομάρτυρας. Και τέτοιος πάντα θα σταθεί, γιατί τον ήρωα μπορείς να τον νικήσεις, τον μάρτυρα, ποτέ.
Εκείνο το βράδυ, ο Μουσταφά Κεμάλ, ο Ισμέτ Ινονού και ο επιτελάρχης Φεβζί, διανυκτέρευσαν λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Σμύρνη. Σύμφωνα με αφήγηση του Ινονού, ο Κεμάλ ρώτησε: “τι να κάνουμε τώρα για να περάσει η ώρα;” Και πρόσθεσε, “να πιούμε και να τραγουδήσουμε”.
Οι Έλληνες απεγνωσμένα ζητούν βοήθεια, η οποία όμως δεν έρχεται ποτέ. Ο τρόμος και η αγωνία κορυφώνεται, ο καπνός έχει σκεπάσει τα πάντα και η θερμοκρασία από τις φωτιές είναι αβάσταχτη.
Πολλοί τυλίγονται με πανιά και κουβέρτες που βρέχουν στη θάλασσα, άλλοι κραυγάζουν σαν τρελοί, και ο τουρκικός στρατός πυροβολεί ασταμάτητα το τρομοκρατημένο πλήθος.
Η Σμυρνιά τραγουδίστρια Αγγελική Παπάζογλου θυμάται εκείνες τις μέρες:
«… πέντε το απόεμα ήτανε, ήβγε από την Αρμενιά η φωτιά. Κι ήβαλαν τη φωτιά από την Αρμενιά, σιγά σιγά, ούλη νύχτα πια, καβούντανε το μέρος… αχ… που να πάμε να φύγομε; …να πάμε στην προκυμαία; Ήθελε να καούμε…. πηγαίναμε να πάμε προς το Κορδελιό, μπας και βρούμε κανά καΐκι και από κει πέρα φύγομε. Πηγαίναμε, πηγαίναμε, φτάξαμε στο Μερσιλί, πρώτα στο Χαλκά μπουνάρ κι από κει στο Μερσιλί…
Εκεί στο Μερσιλί που πήγαμε, δεξιά μεριά, ήτανε ένα σπίτι διώροφο, κι ήτανε τα παράθυρα σπασμένα, κι οι πόρτες… ήτανε δεξιά κι αριστερά δωμάτια και στη μέση ένα φαρδύ χωλ, κι ήτανε γεμάτο στρατιώτες σκοτωμένοι, ο ένας πάνω στον άλλο, πεταμένοι ήτονε σαν χαλίκια… και που να μιλήσομε… ηλέγανε «Σςςςςςς, μιλιά μιλιά, να μην ακουστούμε».
Αραμπάδες φεύγανε τον καιρό που έφευγε ο στρατός, ήφευγε και ο κόσμος από την Ανατολή να ‘ρθεί στη Σμύρνη, να σωθούνε οι άνθρωποι… κι ό,τι μπορούσανε, βάζανε στον αραμπά. Κι ήτανε με βόδια οι αραμπάδες οι ανατολίτικοι, όχι αλόγατα… βοδαραμπάδες… κι ήτανε σκοτωμένα τα βόδια, πεταμένα χάμω… βρομούσε ο τόπος… Εκεί πάνω, πιο πέρα στο Μερσιλί, στην εκκλησία έλεγε ο κόσμος «μην πάτε μέσα στην εκκλησία, είναι ένας αξιωματικός κρεμασμένος από τον πολυέλαιο…» ε… πήγανε για περιέργεια πολλοί, παν τον βλέπουν… ακόμα κουνάει, λέει, ο κακομοίρης… τέτοια πράγματα φοβερά.
Ύστερα, κάτσαμε εκειδά στο Μερσιλί και κινήσαμε για το Κορδελιό. Έρχουταν κάποιοι άλλοι, κόσμος που φώναζε «πίσωωωωωω… Τσέτες, κοπάδια κατεβάινουνεεε».
Πού να πάμε … Πίσω πάλι… πίσω Γιάννη τα καράβια… πάμε πίσω, τρυπώσαμε στο νεκροταφείο… όσος κόσμος ήμπε, ήμπε. Είχε κάτι τάφοι, πελώριοι, σαν σπίτια ήτανε. Ηκαθήσαμε, μπαίνοντας στο νεκροταφείο, αριστερά μεριά στον δεύτερο τάφο, καθίσαμε απέξω εκεί, ο πατέρας μου, η θεία μου, ο θείος μου… όλοι και τα τρία παιδιά η θεία μου έσερνε η κακομοίρα, κι έγκυος…»
30 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1922
Ο εμπρησμός της Σμύρνης,
Η ολοκλήρωση της καταστροφής
Ο Ελληνικός πολιτιστικός πλούτος της Ιωνίας παραδόθηκε στις φλόγες…..
Κειμήλια αιώνων χάθηκαν
Εκκλησίες, σχολεία, περιουσίες, σπίτια,
όλα έγιναν στάχτη……
Πάνω από 500.000 οι νεκροί
1.500.000 οι πρόσφυγες…
* Η Στέλλα Γκοζάνη – Χαριτάκη είναι πρόεδρος της Αδελφότητας Μικρασιατών
Ν. Χανίων “ Ο Άγιος Πολύκαρπος