Από πολλές µέρες τώρα τα νέα έρχονταν στο χωριό και κουβεντιάζονταν στα µικρά καφενεία. Πως, λέει, η Γερµανία κτύπησε γειτονικά της κράτη. Πως, λέει, η Ιταλία τον τελευταίο καιρό άλλαξε συµπεριφορά απέναντι µας και µας φέρνονταν παράξενα. Οι γέροι του χωριού κουβέντιαζαν χαµηλόφωνα και σχεδόν το είχαν πάρει απόφαση, πως δεν θα αποφύγουµε τον πόλεµο. Στους δρόµους και τα χωράφια που συναντιόνταν, δεν έκαναν άλλη κουβέντα από το να ρωτούν ο ένας τον άλλον, αν ξέρει τίποτα νεώτερο. Κουνούσαν τα κεφάλια τους και µουρµούριζαν: Είντα θα γενούν τα κοπέλια µας, που όπου νάναι θα τα καλέσουν να παρουσιαστούν.
Τα κοπέλια, όµως, έβλεπαν την κατάσταση τελείως διαφορετικά. Είχαν γαλουχηθεί µε τις ιστορίες και τα κατορθώµατα των προπατόρων τους από τον καιρό της Τουρκοκρατίας. Ζούσαν ακόµα οι παλαιοί Τουρκοµάχοι, οι πολεµιστές από τον βορειοηπειρωτικό αγώνα, οι Μακεδονοµάχοι, οι πολεµιστές των Βαλκανικών πολέµων και της Μ. Ασίας, που δεν ήσαν και λίγοι. Κάθε µέρα στα καφενεία διηγούνταν για τις παλληκαριές και τα κατορθώµατά τους και τα κοπέλια κρέµονταν από το στόµα τους. Και εύχονταν να τους δοθεί και αυτονών η ευκαιρία, να κάνουν κατορθώµατα και παλληκαριές, όµοιες και ίσως µεγαλύτερες. Ευτύχησα να ζήσω και εγώ τέτοιες διηγήσεις και ξέρω πόσο γλαφυρά και πειστικά ένας Ασιγωνιώτης γέρο-πολέµαρχος εξιστορεί παλιά κατορθώµατα και ιστορίες. Τελικά, γίνεσαι και εσύ ένα µαζί του και είναι σαν να έζησες το περιστατικό µε θαυµαστή ακρίβεια και λεπτοµέρεια, σαν να έγινε χθες! Αυτά τα παλληκαρόπουλα ανδρώθηκαν µε τις αναµνήσεις από τους παλληκαρισµούς και τις ιστορίες των θυσιών, που είχαν κάνει οι προπάτορές τους. Η αγάπη του Ασιγωνιώτη για τα όπλα είναι πατροπαράδοτη. Συχνά ασκούνταν στο άθληµα της σκοποβολής. Έτσι, ο πόλεµος του ’40 τους βρήκε έτοιµους και έµπειρους.
∆εν έβλεπαν, λοιπόν, την ώρα να ντυθούν το τιµηµένο χακί, να πάρουν στα χέρια τους το πολυβόλο και να κάνουν απλά εκείνα, που είχαν ακούσει, για να έχουν και αυτοί να διηγούνται αργότερα. Πολλοί είχαν στο νου τους, µάλιστα, να πάρουν και τον παλιό γκρα του πατέρα τους ή το Μαρτίνι του παππού τους. Άλλοι πάλι ακόνιζαν το µαυροµάνικο τους για τυχόν µάχες έκτου συστάδην, όπως είχαν ακούσει τους παλαιότερους, να τους λένε. Τελικά, ήρθαν τα χαµπάρια! Ο πόλεµος ξέσπασε και τα παλληκάρια της Ασιγωνιάς, µαζί µ’ όλους τους Έλληνες, έτρεξαν στα σύνορα, για να υπερασπίσουν το δίκαιο και τη λευτεριά. Πριν να ξεκινήσουν, ο Μανώλης, ο Νικόλας, ο Γιώργης, και ο Πέτρος αποχαιρέτησαν, καθένας ξεχωριστά, τα άψυχα και τα ζωντανά, τα βουνά, τα οζά και τις αίγες τους. Αυτούς τους αναφέρω ξεχωριστά, επειδή ήταν η τελευταία φορά, που αντίκρυζαν την άγρια Ασιγωνιώτικη µαδάρα. ∆εν θα ξανάβλεπαν πιά το Σελί, το Φουρνί, το Καταγόρι, τη Ροδαρέ, τα αγαπηµένα µέρη, στα οποία ανδρώθηκαν. ∆εν θα λαλούσαν ξανά τα οζά τους στην Κούρτα, δεν θα τα ξανάρµεγαν. ∆εν θα ξανάβλεπαν τον αγαπηµένο τους κριό ή τράγο. ∆εν θα ξανάκουγαν την πετροπέρδικα και δεν θα ξαναντίκρυζαν την περήφανη Βιτσίλα.
Ένας από την παρέα, ο Μανώλης, ανέβηκε στο Καταγόρι, να αποχαιρετήσει τις αίγες του. Να χαϊδέψει για τελευταία φορά ένα µεσοτραγάκι, που µόλις τον έβλεπε από µακριά, ερχόταν κοντά του, για να το τάίσει µε ένα κοµµάτι ψωµί, που, τις περισσότερες φορές, το αφαιρούσε από το µεσηµεριανό φαγητό του. Μόλις ξετρούλισε, έφθασε στην κορυφή και φάνηκε η Στέρνα, άρχισε να διπλοσφυρίζει. Οι αίγες, που έβοσκαν εκεί γύρω, έτρεξαν πολύ πιο γρήγορα από τις άλλες φορές. Σαν να ήθελαν να µείνουν κοντά του για περισσότερη ώρα. Είχαν καταλάβει µε το ζωϊκό τους ένστικτο, ότι θα τον έβλεπαν για τελευταία φορά. Αφού τις πότισε, άρχισε να τις χουβίζει (τροµάζει), για να αποµακρυνθούν από τη Στέρνα.
Αυτές, όµως, έµεναν εκεί. Το µεσοτραγάκι ήρθε κι’ αυτό µαζί µε τις άλλες. Έβγαλε ένα κοµµάτι ψωµί από το βουργιάλι του και του το έδωσε. Έµεινε κοντά του και τρίβονταν στα στιβάνια του. Κάθησε αρκετή ώρα σε µια πεζούλα του µητάτου, κάτω από τον τεράστιο Ασφένδαµο, χαϊδεύοντας το τραγάκι και σιγοµουρµουρίζοντας τις τελευταίες συµβουλές. Του µίλαγε γλυκά. Στο τέλος, σηκώθηκε απότοµα και θέλοντας να κρύψει τη συγκίνησή του, πήρε την κατσούνα, το βουργιάλι και τον τσιφτέ και άρχισε να αποµακρύνεται γρήγορα, κτυπώντας µε τα στιβάνια του τα χαλίκια. Όταν είχε κάνει µερικά βήµατα του φώναξε.
-Ξιάσου σ’ ότι σου ’πα, ε!
∆εν γύρισε καθόλου να κοιτάξει πίσω του και αποµακρύνθηκε σχεδόν τρέχοντας. Εκείνη τη µέρα είχε κατά νου να κάνει και µια βόλτα µε τον τσιφτέ, να σκοτώσει καµιά πέρδικα, γιατί ο Μανώλης ήταν δεινός κυνηγός, σχεδόν ο πρώτος στη Μαδάρα. Ήταν αδύνατο να σηκωθεί πέρδικα και να µην την σκοτώσει. Αυτή τη φορά, όµως, αν και σήκωσε δεκάδες τα σµάρια, όταν το σµάρι µε τις πέρδικες έπαιρνε τον κατήφορο και έβρισκε την πέρδικα στη µοίρα του τσιφτέ, δεν του πήγαινε η καρδιά να πατήσει τη σκανδάλη. Ο σκύλος του τον κοίταζε παράξενα. Έβλεπε να σηκώνονται, περίµενε να ακούσει τη µπαλωτέ, αλλά τίποτα.
Την άλλη µέρα, όλοι µαζί, πήραν τον δρόµο για την Αλβανία, για να γράψουν µαζί µε όλα τα παιδιά της Ελλάδος το χρυσό έπος. Μερικοί, όµως, από αυτούς αναπαύονται για πάντα στα Βορειοηπειρώτικα βουνά και σ’ αυτούς ειδικά αφιερώνεται το ταπεινό µου σηµείωµα.
Αυτοί είναι:
-Ο Μανώλης Πετράκης (Ζαχαροµανώλης).
-Ο Γεώργιος Κουκάκης (Κουκογιώργης).
-Ο Νίκος Κατσανεβάκης (Μαντονονικολής).
-Ο Πέτρος Πολέντας (Σαριδόπετρος).
Ας είναι ελαφρύ το βορειοηπειρώτικο χώµα, που τους αγκάλιασε για πάντα.
Επίλογος:
Ο Κώστας ο Γύπαρης, ο Παπακώστας, µου διηγήθηκε πως την ηµέρα που σκοτώθηκε ο Μανόλης, συνάντησε τον πατέρα του το µπαρµπα Πέτρο και περίλυπος και δακρυσµένος του εκµυστηρεύτηκε:
-Θαρώ Κωστή πως εσκοτώθηκενε ο Μανόλης µου, γιατί είδα ένα σηµάδι.
-Ο Μεσότραος του, έθεκενε χάµω και ψοφά.
-Σώπα µπαρµπα Πέτρο µα πράµα θάχει ο τράος. Ο Μανόλης σου θάρθει µαζί µε τσ’ άλλους.
Ο Μανόλης όµως δεν ξανάρθε και ο τράος σε µερικές µέρες ψόφισε!