– Μ’ αγαπάς;
– Μα εννοείται, αν δε σ’ αγαπούσα, δε θα ήμουν μαζί σου.
– Ευχαριστώ για το δώρο. Με συγκινείς.
– Μα δε χρειάζεται να μου λες ευχαριστώ, μεταξύ μας δε λέμε τέτοια, δικοί μας άνθρωποι είμαστε.
Καταλάβατε; Μεταξύ μας δε λέμε ευχαριστώ, ούτε σε παρακαλώ, ούτε σ’ αγαπώ, ούτε και συγνώμη. Δε χρειάζεται να τα λέμε, τα θεωρούμε αυτονόητα και δεδομένα. Μας διαφεύγει μια σημαντική λεπτομέρεια. Τίποτα δεν πρέπει να θεωρούμε αυτονόητο, προπαντός δεδομένο, κυρίως τον άλλο άνθρωπο που βρίσκεται δίπλα μας και δη στην καθημερινότητα μιας. Αγνοούμε τη δόνηση των λέξεων που προσφέρονται με αγάπη. Μια δόνηση που έχει ήχο, έχει και χρώμα.
Ακούστε αυτόν τον ψίθυρο! Έχει έντονο ήχο, ήχο κρυστάλλινης καμπάνας. Δείτε το χρώμα! Είναι ρόδινο και πορφυρό! Είναι η λέξη Σ’ ΑΓΑΠΩ! Διαπερνά τα κύτταρα μας! Τη χάνομε που δεν τη λέμε! Βέβαια θεωρούμε ότι δε χρειάζεται να τα λέμε. Το θεωρούμε αυτονόητο. Εννοείται ότι το νοιώθουμε.
Κι όμως, υπάρχουν άπειρες λέξεις, με ήχο και χρώμα, που μπορούμε να εκφράσομε σκέψεις και συναισθήματα. Μα τις αφήνομε να υπάρχουν μόνο στο λεξικά. Καταχωνιάζομε και συμπιέζομε τα συναισθήματά μας μέχρι να αχρηστευθούν.
Βέβαια, έχουν κι αυτά ημερομηνία λήξης. Αν πάρεις ένα ληγμένο φάρμακο, δε σε βλάπτει, αλλά ούτε και σε ωφελεί. Κάπως έτσι είναι και τα συναισθήματα, τα ληγμένα συναισθήματα. Αν δεν τα βγάλεις, αν δεν τα εκφράσεις με λέξεις που έχουν ήχο και χρώμα, την ώρα που τα χρειάζεται ο άλλος, δεν ωφελούν να τα πεις παράκαιρα. Μάλλον βλάπτουν εσένα που τα έχεις συμπιεσμένα μέσα σου.
Ελευθερώσου λοιπόν!
Πες το, πόση ομορφιά βλέπεις, πες το πόση χαρά γαλήνη ή ηδονή νιώθεις. Πες πόσο θαυμάζεις, εκτιμάς ή αγαπάς. Πες το! Στο σύντροφό σου, στο φίλο σου, στο γονιό σου, στο παιδί σου, στο συνεργάτη σου. Δεν το ξέρει, θέλει να το ακούσει, και δεν είναι καθόλου δεδομένα ή αυτονόητα, αυτά που νιώθεις. Τα θέλομε, τα αναζητάμε τα λόγια αγάπης, θαυμασμού ή επαινετικά. Κι όποιος μας τα δώσει, αξίζει νάναι δίπλα μας. Αυτό βέβαια όταν έχομε ελεύθερη επιλογή, στο φίλο και το σύντροφο. Ο γονιός και το παιδί, αν δεν πουν μια κουβέντα καλή απλώς, θα αφήσουν ένα τεράστιο κενό στην ψυχή.
Σ’ αυτό το χιλιοειπωμένο: Δείχνεις την αγάπη με έργα, κι όχι με λόγια, απαντώ, ρωτώντας σας. Πότε νιώθετε καλύτερα; Όταν ο δικός σας άνθρωπος, σας παρέχει υλικά αγαθά, από αντικείμενα, ως ένα πολυτελές γεύμα, το λιγότερο; Ή όταν σας κρατά τρυφερά το χέρι, σας κοιτά βαθιά στα μάτια και σας ψιθυρίζει: Σ’ ευχαριστώ που είσαι μαζί μου, η παρουσία σου είναι καταλυτική, νιώθω όμορφα μαζί σου. Ε; πότε;
Και για να μη παρεξηγηθούν αυτά που λέω, δεν εννοώ ότι κάθε μέρα κι όλη την ώρα θα λέμε σ’ αγαπώ, μ’ αρέσεις και παρόμοια. Εκφράζεις το ίδιο τα συναισθήματά σου με μια τρυφερή ματιά, ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά. Κυρίως βέβαια, με το να μην εστιάζεις στην αρνητική πλευρά του άλλου καινά προσπερνάς κάποια άστοχη συμπεριφορά, λάθος ή παράληψη.
Κάποιες λέξεις είπαμε, έχουν ιδιαίτερη δόνηση, αλλά ας μπούμε στον κόπο να σχηματίζομε φράσεις με καλοβαλμένες και τονωτικές λέξεις. Δεν αφήνομε λέω εγώ, τις δικαιολογίες και τ’ άλλοθι του τύπου: οικονομική κρίση, άγχος και τέτοια;
Αν σκεφτόμαστε μόνο αυτά θα πάθομε κρίση.
Ας μη κάνομε τη χάρη αυτωνών που θέλουν να είμαστε σε συναισθηματική κρίση. Ας κάνομε το κάθε μέρα μας, τουλάχιστον υποφερτό, αν δεν είμαστε σε θέση να το κάνομε υπέροχο.
Μωρέ μια καλή κουβέντα, τι μας στοιχίζει; Άντε να πάρομε λίγο τα πάνω μας.