Αυξήσεις στους μισθούς και στον κατώτατο μισθό και αποκατάσταση του θεσμικού πλαισίου των συλλογικών συμβάσεων, είναι τα κύρια αιτήματα των εργαζομένων στο συλλαλητήριο τους, αύριο Σάββατο, στις έξι το απόγευμα, στο άγαλμα του Βενιζέλου, με αφορμή τα εγκαίνια της ΔΕΘ, τόνισε ο πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος, Γιάννης Παναγόπουλος, το μεσημέρι, κατά την παρουσίαση των προτάσεων των συνδικάτων από τη ΓΣΕΕ και το ΙΝΕ /ΓΣΕΕ.
«Την ακρίβεια την πληρώνουν οι μισθωτοί. Για αυτό πρέπει να δοθεί η μάχη για την αύξηση των μισθών μας , η μάχη εναντίον της ακρίβειας» δήλωσε ο κ. Παναγόπουλος και πρόσθεσε: «Να αποκατασταθεί ο κατώτατος μισθός στα επίπεδα του 60% του διάμεσου μισθού και μετά από αυτό να δοθεί πλέον η ευθύνη για τον προσδιορισμό του κατώτερου μισθού στους κοινωνικούς εταίρους, δηλαδή σε εργαζόμενους και εργοδότες και να αποκατασταθεί όλο το πλαίσιο για τις συλλογικές συμβάσεις, οι οποίες κυριολεκτικά έχουν καταστραφεί. Είδατε, στην παρουσίαση μας, ότι το 80 % των εργαζομένων δεν έχει απολαύσει ούτε μια αύξηση στο μισθό του».
Ο κ.Παναγόπουλος υπογράμμισε ότι την άλλη εβδομάδα θα εισηγηθεί στη διοίκηση της ΓΣΕΕ εικοσιτετράωρη πανελλαδική πανεργατική απεργία, με τα ανωτέρω αιτήματα, στο πρώτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου.
Έρευνα του ΙΝΕ/ ΓΣΕΕ
Το 80% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα δεν είδε καμία αύξηση από την αρχή του χρόνου στο μισθό του, σύμφωνα με έρευνα, που παρουσίασε ο γενικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, Χρήστος Γούλας.
Η έρευνα διενεργήθηκε από την εταιρία «alco», για λογαριασμό του ΙΝΕ / ΓΣΕΕ, με τη μέθοδο των τηλεφωνικών συνεντεύξεων, σε δείγμα χιλίων πεντακοσίων εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, ηλικίας άνω των δεκαεπτά ετών, σε ολόκληρη την Ελλάδα, από τις 31 Αυγούστου έως και τις 5 Σεπτεμβρίου.
Σε ερώτηση, εάν υπήρξε αύξηση του μισθού των εργαζομένων από την αρχή του χρόνου, το 80% απαντά αρνητικά και μόνο το 20% θετικά. Το 61% δεν εργάζεται περισσότερο από το κανονικό ωράριο, ενώ το 39% απασχολείται και πέραν του κανονικού ωραρίου. Το 51% πληρώνεται τις υπερωρίες, το 49% δηλώνει ότι δεν τις πληρώνεται.
Η άνοδος των τιμών έχει οδηγήσει το 51% σε «αρκετά» μεγάλη περικοπή δαπανών βασικών ειδών διατροφής, το 20% σε «πολύ» μεγάλη, το 25% σε «λίγη» και μόνο το 4% δεν περιόρισε «καθόλου» τις δαπάνες διατροφής.
Στην ερώτηση, εάν θα μπορούν να ανταπεξέλθουν οικονομικά στις συνθήκες ακρίβειας και ενεργειακής κρίσης το χειμώνα, το 47% απαντά «δύσκολα», το 30% «σχετικά εύκολα», το 20% «καθόλου» και μόνο το 3% «εύκολα».
Στην ερώτηση, ποιό θεωρούν ότι είναι το αποτελεσματικότερο μέσο για την προστασία του βιοτικού επιπέδου τους για την αντιμετώπιση των ανατιμήσεων στη διατροφή και στην ενέργεια, το μήνα Σεπτέμβριο, το 63% των ερωτώμενων απαντά η «αύξηση των μισθών και του κατώτατου μισθού», το 31 % η «μείωση των ειδικών φόρων κατανάλωσης», το 3% η «ενίσχυση των επιδομάτων» και το 3% δεν γνωρίζει/δεν απαντά.
Τέλος, το 20% πιστεύει ότι ο κατώτατος μισθός πρέπει να διαμορφώνεται με απόφαση της κυβέρνησης, το 65% με συλλογικές συμβάσεις και το 15% δεν ξέρει/δεν απαντά.
Η κατανάλωση στηρίζει την οικονομία, αλλά η ακρίβεια μειώνει την αγοραστική δύναμη, αναφέρει το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ
Η αύξηση της κατανάλωσης φέτος στηρίζει τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας, αλλά η ακρίβεια μειώνει την αγοραστική δύναμη, ανέφερε ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ/ ΓΣΕΕ, Γιώργος Αργείτης, παρουσιάζοντας την έκθεση του ΙΝΕ / ΓΣΕΕ, με τίτλο : «Τρέχουσα Κατάσταση και οι Προοπτικές της Ελληνικής Οικονομίας».
«Η ελληνική οικονομία το 2022 τα δύο πρώτα τρίμηνα δείχνει πράγματι να έχει μια ανθεκτικότητα σε αυτήν την καταιγίδα της ακρίβειας και του πληθωρισμού. Αν συμβεί και τα επόμενα τρίμηνα- που είναι πιθανό να συμβεί και τα δύο επόμενα τρίμηνα -σημαίνει ότι πράγματι ότι η ελληνική οικονομία θα εμφανίσει έναν υψηλό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης το 2022 και υψηλότερο και σε σχέση και με άλλες χώρες της Ε.Ε. Αυτό δείχνει το ποτήρι μισογεμάτο» είπε ο κ. Αργείτης.
Ως αίτια, της αύξησης της κατανάλωσης, ο κ. Αργείτης ανέφερε την συμβολή αποταμιεύσεων που συσσωρεύτηκαν την περίοδο του lock down στην πανδημία, της επίδρασης τουρισμού και των ενισχύσεων της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της ακρίβειας και σε ένα μικρότερο ποσοστό των επενδύσεων. Σημείωσε, επίσης, ότι η αύξηση των δημοσίων εσόδων, από το ΦΠΑ και την έμμεση φορολογία, επιτρέπει προς το παρόν στην κυβέρνηση την ενίσχυση των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, αλλά η ακρίβεια μειώνει την αγοραστική δύναμη. Πρόσθεσε, τέλος, ότι η κατανάλωση είναι «βιώσιμη» όταν στηρίζεται στην άνοδο του διαθέσιμου εισοδήματος από μισθούς και όχι από επιδόματα.
«Ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας έχει άμεση ανάγκη την αύξηση του μισθού. Πρέπει να πάμε το γρηγορότερο δυνατό σε μια αύξηση του κατώτατου μισθού».