Κατά τα τελευταία χρόνια παρατηρούµε οικονοµική άνθηση στην Ελλάδα αλλά ιδιαίτερα στην πόλη των Χανίων που αποτελεί έναν από τους ποιο δελεαστικούς τουριστικούς προορισµούς. Η οικονοµία σε σχέση µε τα χρόνια 2010-2018 φαίνεται να έχει προς το παρόν σταθεροποιηθεί παρόλο που οι τιµές των αγαθών αυξάνονται συνεχώς.
Σύµφωνα µε την Eurostat για το 2022 το ποσοστό ανεργίας µειώθηκε στο 12,50% και αναµένεται να µειωθεί στο 11,80% µέχρι το 2024. Η µείωση της ανεργίας είναι φυσικά κάτι ιδιαίτερα θεµιτό από όλους, αλλά από την άλλη ο µόνιµος πληθυσµός των περισσότερων νησιωτικών περιοχών που έχει ως κύρια ενασχόληση τον τουρισµό, δεν επαρκεί προκειµένου να καλυφτούν οι θέσεις εργασίας. Βάσει αυτού µπορούµε να συµπεράνουµε ότι το µεγαλύτερο µέρος της ανεργίας σύµφωνα και µε τα δεδοµένα της ΕΛΣΤΑΤ βρίσκεται στην ∆υτική Μακεδονία, Ήπειρο και Θεσσαλία.
Όλα τα παραπάνω συντελούν σε µια αύξηση της ζήτησης για εργατικό δυναµικό στην Κρήτη τόσο στον τουρισµό όσο και στον αγροδιατροφικό τοµέα.
Όσον αφορά τους µισθούς των εργαζόµενων το τελευταίο διάστηµα βρίσκονται σε µια διαρκή διαπραγµάτευση, µε την κυβέρνηση να πραγµατοποιεί συνεχώς αυξήσεις του κατώτατου µισθού.
Πριν λίγες ηµέρες ανακοινώθηκε στην ∆ΕΘ και επίσηµα η επιστροφή των τριετιών από 1/1/2024 που είχε παγώσει από το 2012. Επίσης ανακοινώθηκε ακόµα µια αύξηση του κατώτατου µισθού η οποία αποτελεί την 4η σε σειρά από τον Ιανουάριο του 2021 πράγµα το οποίο από µια πρώτη µατιά είναι αρκετά θεµιτό.
Σε συνέχεια όµως εάν παρατηρήσουµε λίγο ποιο προσεκτικά το συγκεκριµένο µέτρο, παράλληλα µε την αύξηση των κατώτατων µισθών αυξάνονται και οι ασφαλιστικές εισφορές τόσο του εργαζόµενου όσο και του εργοδότη οι οποίες αποτελούν ένα δυσβάστακτο κόστος για τις επιχειρήσεις.
Ο κατώτατος µισθός έχει διαµορφωθεί από τα 650 πλέον στα 780€ και σύµφωνα µε τις προεκλογικές εξαγγελίες αναµένεται µέχρι το 2027 να φτάσει τα 950€. Υπενθυµίζουµε ότι οι ασφαλιστικές εισφορές των µισθωτών δεν αφορούν τις 12 περιόδους δηλαδή όσοι και οι µήνες του έτους αλλά 14 όπου οι δύο επιπλέον περίοδοι είναι το δώρο Χριστουγέννων (1 µισθός), επίδοµα αδείας (1/2 µισθού) και το δώρο Πάσχα (1/2 µισθού) οι οποίοι έχουν και αυτοί ασφαλιστικές εισφορές.
Για να δώσουµε ένα πρακτικό παράδειγµα παρουσιάζω τον παρακάτω πίνακα:
Σήµερα µια επιχείρηση προκειµένου να απασχολεί έναν εργαζόµενο µε πλήρη απασχόληση χρειάζεται να δαπανά 953,86€/µήνα από τα οποία µόνο τα 671,81€ αποτελούν τις καθαρές αποδοχές του εργαζόµενου. Οι συνολικές εισφορές για έναν εργαζόµενο είναι 282,05 όπου εάν τις επιµερίσουµε σε 14 µισθούς το ποσό αυτό γίνεται 329,06€ µε συνολικό ετήσιο κόστος ασφαλιστικών εισφορών 3948,70€. Την ίδια ώρα το κόστος ασφαλιστικών εισφορών ενός ελεύθερου επαγγελµατία είναι µόλις 2883€/έτος. Μια επιχείρηση δωδεκάµηνης λειτουργίας µε προσωπικό 10 εργαζόµενων χρειάζεται σχεδόν 40 χιλιάδες ευρώ για ασφαλιστικές εισφορές ανά έτος πλέον.
Μπορούµε να καταλάβουµε βέβαια ότι ο λόγος που αυξάνεται ο κατώτατος µισθός και παράλληλα δεν αλλάζει το αφορολόγητο των µισθωτών το οποίο ανέρχεται σε 8636€ έχει και απώτερο φορολογικό σκοπό διότι 671,81Χ14=9405,34€ του οποίου το υπερβάλλον θα φορολογηθεί µέσω παρακρατούµενων φόρων και τελικά δεν θα φτάσει ποτέ στον τελικό αποδέκτη που είναι ο εργαζόµενος.
Κλείνοντας για να δώσω λίγη τροφή για σκέψη. Η αύξηση του κατώτατου µισθού µπορεί να επιτευχθεί µειώνοντας τις ασφαλιστικές εισφορές και αφήνοντας τις µικτές αποδοχές σε ίδια επίπεδα, σε συνέχεια όµως αυτό δεν θα φέρει καλά αποτελέσµατα στις ροές ρευστότητας των ασφαλιστικών ταµείων σε µια γερασµένη χώρα όπως την Ελλάδα µε σχεδόν 2,5 εκατοµµύρια συνταξιούχους.
*Ο Γεώργιος Κατασνεβάκης Msc Finance,
είναι Λογιστής Α΄Τάξης