Ήτανε τρεις και τέταρτο τα ξημερώματα.
Κοίταξα έξω, μα το μάτι δεν πρόφταινε να κάνει δυο μέτρα.
Eγινε, λέει, το πρωί χαλασμός στην Πολιτεία.
Φασαρία και ανακατωσούρα.
Από στόμα σε στόμα τα ’μαθα. Ερωτήσεις πολλές δεν έκαμα· τι να πεις μέσα σε τούτον τον χαμό.
Το ίδιο βράδυ προσπάθησα να κοιμηθώ νωρίς.
Από φαγί κατάφερα λίγα πράγματα.
Βάσανο ο ύπνος μέσα σε τέτοια ταραχή.
Βάρος ασήκωτο το μαξιλάρι, τα πόδια που μουδιάζουν από τον φόβο, τα χέρια που δεν βολεύονται πουθενά.
Σα να με πήρε ο ύπνος λιγάκι στην αρχή, μα τινάχτηκα με μια πίκρα στο στόμα.
Γύρεψα νερό και ξαναγύρισα στο κρεβάτι.
Φωνή ψίχαλο απ’ έξω…
Να δεις που όλοι άυπνοι θα κείτονται χαμέ.
Άυπνοι και φοβισμένοι.
Το μυαλό μου ήτανε άνω-κάτω από τα γεγονότα.
Να δεις που κανείς δεν ξέρει αύριο τι θα ξημερώσει.
Η αδυναμία πρόβλεψης είναι το χειρότερο σημάδι πανικού.
Είπα να πιω κι άλλο νερό.
Βλυχό μου φάνηκε, σαν τις νύχτες μου τελευταία.
Αναψα το φως και μου φάνηκε χειρότερο σκοτάδι.
Έκανα δυο φορές τον σταυρό μου και κουρκουμώθηκα.
Νύχτα ατέλειωτη, μέρα ατέλειωτη, ζωή ατέλειωτη μέσα στον φόβο.
Να δεις που αύριο ξημερώνει αργά…