B’ μέρος
H νωπογραφία τιμά εκ πρώτης όψεως τις δύο αυτές σημαίνουσες προσωπικότητες. Με δεδομένο όμως, ότι την εποχή της δημιουργίας του φρέσκου κανείς εκ των δύο -βασιλεύς και πατριάρχης- δε βρισκόταν εν ζωή (πικάντικη λεπτομέρεια: Ο πατριάρχης απεβίωσε κατά τη διάρκεια της συνόδου στη Φλωρεντία και το μνήμα του βρίσκεται σήμερα στην εκκλησία Σάντα Μαρία Νοβέλλα), μοιάζει το memento mori του ΝΔ τοίχου να εναποθέτει όλες τις ελπίδες για το μέλλον στις πλάτες του νεαρού εκ της παρέας των τριών Μάγων.
Είναι ακριβώς αυτή η μορφή του περίλαμπρου, αυλική αξιοπρέπεια ακτινοβολούντος Κάσπαρ που καθιστά σαφές το προπαγανδιστικό μήνυμα της νωπογραφίας. Καθώς ως μοντέλο για τον τελευταίο, είχε υπηρετήσει πέραν κάθε αμφιβολίας ο “Λαυρέντιος ο Μεγαλοπρεπής”, αγαπημένος εγγονός του Κόζιμου του Πρεσβύτερου και πρωτότοκος γιος του “Πιέρου του Αρθριτικού”. Ο νεαρός Λαυρέντιος τη χρονιά της δημιουργίας του έργου, είχε μόλις κλείσει τα δέκα του χρόνια. Στο νεαρό εστεμμένο πρίγκηπα, το προφίλ του οποίου, περιστοιχισμένο από φύλλα δάφνης, μοιάζει να προεξοφλεί τις μελλοντικές ανδραγαθίες, ανήκει δίχως άλλο παρά το νεαρόν της ηλικίας του ο πρωταγωνιστικός ρόλος στη σύνθεση. Ο ιπποκόμος στα δεξιά του κραδαίνει επιδεικτικά το δοχείο με το μύρο, το δώρο με τη μεγαλύτερη συμβολική σημασία εκ των τριών που θα αποδοθούν στο Θείο Βρέφος, μιας και με το Αγιο μύρο θα ξεπλυθεί το σώμα του νεκρού Ιησού μετά την Αποκαθήλωσή του από το σταυρό. Στην ακολουθία του Κασπάρ – Λαυρεντίου διακρίνονται όπως θα ανέμενε κανείς και άλλα πορτρέτα μελών της οικογενείας του. Στις δύο έφιππες μορφές που έπονται αναγνωρίζει η έρευνα τον παππού Κόζιμο και τον πατέρα Πιέρο. Οι δύο νεαροί έφιπποι στο αριστερό πρώτο πλάνο απεικονίζουν τους φιλικά προσκείμενους στους Μεδίκους, πρίγκηπες του Ρίμινι, Σιγκισμόντο Παντόλφο Μαλατέστα (Sigismondo Pandolfo Malatesta) και του Μιλάνου, Γκαλεάτσο Μαρία Σφόρτσα (Galeazzo Maria Sforza), ενώ σε δεύτερο πλάνο ο ζωγράφος δε θα παραλείψει να διαιωνίσει εν μέσω του πάπα και της οικογενειακής φατρίας και τον ίδιο του τον εαυτό, υπογράφοντας στο σκούφο του το έργο (Opus Benotii).
Μάλιστα σε μια καταφανή εκδήλωση αναγεννησιακής καλλιτεχνικής αυτοπεποίθησης ο Γκοτζόλι θα προσθέσει την αυτοπροσωπογραφία του και μια δεύτερη φορά στον απέναντι δυτικό τοίχο, όπου η έρευνα έχει αναγνωρίσει και αλλά διαπιστωμένα πορτρέτα εξεχουσών προσωπικοτήτων της φλωρεντινής αριστοκρατίας του 15ου αιώνα. Ανάμεσά τους δεν απουσιάζουν μάλιστα και μισητοί πολιτικοί αντίπαλοι των παραγγελιοδοτών, γεγονός που προσδίδει στο έργο τη διάσταση ενός πραγματικού “πολιτικού καθρέφτη” της εποχής της δημιουργίας του. Όσο για τον Κασπάρ-Λαυρέντιο, η βιογραφία του και πάνω απ’ όλα το προσωνύμιο “Μεγαλοπρεπής”, αποδεικνύουν ότι οι ελπίδες που είχαν εναποτεθεί πάνω του από τους προγενήτορές του, όπως αυτές προπαγανδίζονται μεταξύ των άλλων στην “Πομπή των τριών Μάγων”, δεν έμελλε να διαψευσθούν.