Το Βερολίνο είναι ιδανική πόλη για να καταδυθείς στον εαυτό σου, μου είπε η Κ. ένα βράδυ που πίναμε κοκτέιλ στο Γκέρλιτσερ Μπάνχοφ.
Όταν κάποιος συγγραφέας είναι διατεθειμένος να αφηγηθεί μια κατάδυση προσωπική, και μάλιστα με ένα ιδιαίτερο αφηγηματικό στυλ, επηρεασμένο κυρίως από την ενασχόληση με τη γερμανόφωνη λογοτεχνία και την αγάπη του για αυτή, και ιδιαίτερα από το στυλ του Ζέμπαλντ -θα ήθελα να βάλω κάποιον επιθετικό προσδιορισμό όμως θα ήταν τόσο φτωχός και ανακριβής για έναν συγγραφέα όπως ο Ζέμπαλντ-, τότε υπάρχει περίπτωση το αποτέλεσμα να είναι άρτιο, τόσο τεχνικά -που για κάποιους είναι το αποκλειστικό ζητούμενο- όσο και συναισθηματικά, όχι μόνο για τον συγγραφέα αλλά και για τον αναγνώστη.
Ήδη από τη φωτογραφία του εξωφύλλου, το τραπέζι με τις δύο καρέκλες, δύο συνομιλητές -δύο κόσμοι- που επιχειρούν να συνδιαλεχθούν, η μία καρέκλα πεσμένη στο έδαφος, ο ηττημένος που κείτεται στο πάτωμα ή που έτρεξε μακριά -όπως προτιμά κανείς-, αφήνοντας πίσω του ένα λουλούδι, η Σαλταμπάση δίνει το στίγμα στον επίδοξο αναγνώστη. Αφηγείται μία κατάδυση έντονα αυτοβιογραφικής απόχρωσης, με έναν λόγο ιδιαίτερο, μακροπερίοδο και στυλιζαρισμένο, μια περιδιάβαση σε ένα Βερολίνο που, μόνο φαινομενικά, έχει επουλώσει τις πληγές της ιστορίας του, ένα Βερολίνο φιλόξενο για τον ξένο, μόνο φαινομενικά, κανένας τόπος δεν είναι πραγματικά φιλόξενος για έναν ξένο άλλωστε. Το προσωπικό εμπλέκεται με τη μελέτη και την ανάγκη για κατανόηση και επιτόπια έρευνα, τα ερωτήματα ξεπηδούν κατά την περιδιάβαση στην πόλη και στα αρχεία, οι απαντήσεις, όχι πάντοτε ικανοποιητικές, έρχονται από αυτόπτες μάρτυρες, μιας εποχής περασμένης, και από την τριβή με την καθημερινότητα. Ούτε ο τόπος, ούτε ο άνθρωπος μπορούν να απαλλαγούν ποτέ ολοκληρωτικά από τα βιώματά τους.
Και δεν ξέρω αν θα μπορούσε άλλη πόλη να αποτελεί το σκηνικό μίας αφήγησης, όπως αυτής της Σαλταμπάση, σκηνικό που, εκτός από το προσωπικό βίωμα, φέρει τέτοιο ιστορικό βάρος, σκηνικό που επιτρέπει τις ευθείες αναλογίες ανάμεσα στο προσωπικό και το πανανθρώπινο, σκηνικό που μπορεί να επηρεάσει ακόμα και τον τρόπο σκέψης και αφήγησης, την οπτική των πραγμάτων και την αναμέτρηση με τον εαυτό. Το Βερολίνο είναι μια ιδιαίτερη πόλη, ακόμα και ο πλέον αφελής τουρίστας μπορεί να το νιώσει αυτό, χωρίς καν να μιλάει γερμανικά, περνώντας μόνο λίγες μέρες, πάντα με τον χάρτη ανά χείρας, επιχειρώντας να δει τα πιο σημαντικά και να ενισχύσει την ψευδαίσθηση πως κατάφερε να πιάσει τον παλμό της πόλης, παλμός που χτυπάει βαθιά μέσα στο σώμα του Βερολίνου.
Ένα ξενοδοχειάκι που έχει διατηρήσει το βερολινέζικο στιλ της δεκαετίας του ’20 και είναι διάσημο γι’ αυτό, αλλά και γιατί φέρει το όνομα του αυθεντικού ξενοδοχείου “Ασκάνισερ Χοφ” που βρισκόταν στη σημερινή Στρέζενμανστράσε, εκεί όπου ο Φραντς Κάφκα συνδέθηκε με τη Φελίτσε Μπάουερ την Κυριακή του Πάσχα του 1914, εκεί όπου το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς τον επισκέφτηκε η Φελίτσε μαζί με την αδερφή της και την Γκρέτε Μπλοχ και διέλυσε τον αρραβώνα τους.
Διάβασα το Μπερλίν απνευστί. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς και νιώθω τυχερός που οι εξωτερικές συνθήκες μου επέτρεψαν μία τέτοια ανάγνωση. Φτάνοντας στην τελευταία σελίδα ένιωσα το συναίσθημα του ανικανοποίητου, θα ήθελα κι άλλο.