Παρακολουθώντας με κριτική σκέψη τα πολιτικά, οικονομικά, στρατιωτικά γεγονότα σε παγκόσμιο επίπεδο εύκολα διακρίνει κανείς την αγωνιώδη προσπάθεια του πολιτικού προσωπικού, των θεωρητικών και απολογητών της παγκόσμιας πλουτοκρατίας, να μπολιάσουν τη σκέψη των εργαζομένων ότι το σάπιο σύστημα του καπιταλισμού που βιώνουμε είναι και το τελευταίο. Έτσι λανσάρουν οικονομικά προγράμματα άγριας λιτότητας για τα επόμενα 100 χρόνια. Δίδουν στρατιωτικές παραγγελίες στις πολυεθνικές του θανάτου σε ύψη αστρονομικά. Μεταφέρουν τη φρίκη του πολέμου στα σπίτια μας για εθισμό. Διαστρεβλώνουν και παραχαράζουν την Ιστορία, ψηφίζουν νόμους στα μέτρα τους και απαιτούν από τους λαούς την εφαρμογή τους προσπαθούν να πνίξουν και να φιμώσουν κάθε φωνή και σκέψη που βοηθά τους εργαζομένους να σπάσουν τις αλυσίδες τους και να δημιουργήσουν τη νέα κοινωνία που ο πλούτος θα ανήκει σ’ αυτούς που τον παράγουν και δεν έχει θέση η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπος.
Για αυτό κι παραμένει πάντα επίκαιρος ο λόγος του μεγάλου ποιητή, πεζογράφου, δραματουργού, θεωρητικού, σκηνοθέτη και δασκάλου, Μπέρτολτ Μπρεχτ, που στις 14 Αυγούστου συμπληρώνονται 62 χρόνια από το θάνατό του. Ο «στρατευμένος» στο μαρξισμό και σοσιαλισμό, δημιουργός, με το πολύμορφο έργο του, για τέσσερις σχεδόν δεκαετίες, αποτέλεσε, όχι μόνο μια πρωτοπορία, αλλά και πολιτιστική «επανάσταση» στη Δυτική Ευρώπη του 20ού αιώνα. Μια επανάσταση που γνώρισε διεθνή απήχηση. Επηρέασε πολλούς καλλιτέχνες παγκοσμίως, αλλά και πολεμήθηκε πολύμορφα, όσο κανένα άλλο αισθητικό κίνημα, από δηλωμένους κι αδήλωτους εχθρούς, από «άσπονδους φίλους».
Γεννήθηκε στις 10 Φλεβάρη του 1898 στο Αουγκσμπουργκ και πέθανε στις 14 Αυγούστου του 1956, στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου είχε εγκατασταθεί οριστικά από το 1949. Το 1917 γράφτηκε στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Μονάχου, αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές του, ξαναγύρισε στο Αουγκσμπουργκ, και υπηρέτησε για ένα διάστημα σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Οι θεατρικές του αναζητήσεις γνώρισαν πολύ γρήγορα την καταξίωση, με το βραβείο Κλάιστ (1922). Αντικομφορμιστής, ορκισμένος εχθρός του πολέμου και του καπιταλισμού, βρίσκεται ήδη από το 1923 πέμπτος στον μαύρο πίνακα του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος της Γερμανίας. Οταν οι Εθνικοσοσιαλιστές καταλαμβάνουν την εξουσία το 1933, ο Μπρεχτ παίρνει το δρόμο της εξορίας: Ελβετία, Δανία, Φινλανδία, Ρωσία, και τέλος Αμερική, όπου συνεργάζεται στην Καλιφόρνια με τον Τσάρλι Τσάπλιν και τον Τσαρλς Λότον. Ομως και στην Αμερική τα πράγματα για εκείνον δεν ήταν ρόδινα. Τον Σεπτέμβρη του 1947, ο Μπρεχτ (μαζί με καμιά σαρανταριά ακόμα καλλιτέχνες του Χόλιγουντ) κλήθηκε από την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών (House Un-American Activities Committee – HUAC) να δώσει εξηγήσεις διότι, λέει, είχε γράψει «ορισμένα αρκετά επαναστατικά ποιήματα, θεατρικά έργα και άλλα κείμενα».
«Οι εργάτες φωνάζουν για ψωμί
Οι έμποροι φωνάζουν γι’ αγορές
Οι άνεργοι πεινούσαν
Τώρα πεινάνε κι όσοι εργάζονται
Αυτοί που αρπάνε το φαΐ απ’ το τραπέζι
Κηρύχνουν τη λιτότητα
Αυτοί που παίρνουν όλα τα δοσήματα
Ζητάνε θυσίες
Οι χορτάτοι μιλάνε στους πεινασμένους
Για τις μεγάλες εποχές που θα ‘ρθουν
Αυτοί που τη χώρα σέρνουνε στην άβυσσο
…. Τι περιμένετε;
Οτι οι κουφοί παραχωρήσεις θα σας κάνουν
Κι ότι οι αχόρταγοι
κάτι θε να σας δώσουν!
Οι λύκοι θα σας ταΐσουνε αντί να σας καταβροχθίσουν!
Από φιλία
Θα σας προσκαλέσει η τίγρη
Να της βγάλετε τα δόντια!
Τέτοια περιμένετε!» (Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου Bertolt Brecht)
«σ ή μ ε ρ α, κι έχουμε κιόλας αργήσει!»
Ο Μπρεχτ πασχίζει να φωτίσει, να κινητοποιήσει τη λογική του θεατή:«Πιστεύω στον Ανθρωπο» – έλεγε – «δηλαδή πιστεύω στο Λογικό του Ανθρώπου… Πιστεύω στην πειστική δύναμη της Λογικής πάνω στους Ανθρώπους… Η γοητεία που αναδίδει η απόδειξη είναι πάρα πολύ μεγάλη. Οι περισσότεροι άνθρωποι της παραδίνονται αμέσως. Με τον καιρό, της παραδίνονται όλοι. Η Σκέψη είναι μια απ’ τις μεγαλύτερες ηδονές του ανθρώπινου γένους».
ΕΓΚΩΜΙΟ ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ: «Το άδικο προχωράει σήμερα με αβέβαιο βήμα. Γι’ ακόμα δέκα χιλιάδες χρόνια οι καταπιεστές παίρνουνε μέτρα. Η βία μάς βεβαιώνει πως όπως είναι τα πράγματα, θα παραμείνουν. Φωνή άλλη δεν ακούγεται πάρεξ η φωνή των κυριάρχων, ενώ η εκμετάλλευση ξελαρυγγιάζεται στις αγορές πως μόλις τώρα ν’ αποδίδει ξεκινάει. Μα κι από τους καταπιεσμένους πολλοί λένε τώρα: “Κείνο που θέλουμ’ εμείς ποτέ δεν πρόκειται να γίνει”. Ομως όποιος ακόμα ανεβαίνει δεν κάνει να λέει ποτέ! Καθόλου βέβαιο το βέβαιο δεν είναι. Οταν οι Αποπάνω αποσώσει θα ‘χουνε τους λόγους τους, θα μιλήσουνε οι Αποκάτω. Ποιος θα τολμήσει πια να ξαναπεί ποτέ! Ποιος φταίει που υπάρχει ακόμα καταπίεση; Εμείς! Ποιος να την συντρίψει θ’ αναλάβει; Εμείς ομοίως! Οι γονατισμένοι όλοι, εμπρός! Σηκωθείτε! Οι χαμένοι όλοι, εμπρός! Στον αγώνα! Πολεμήστε! Οποιος την κατάστασή του ξέρει και κατανοεί πώς θα εμποδιστεί να την αλλάξει; Οι νικημένοι του σήμερα, βλέπετε, είναι οι νικητές του αύριο, όσο για κείνο το ποτέ έχει πλέον γίνει σ ή μ ε ρ α, κι έχουμε κιόλας αργήσει!»