Εκείνο το πρωί, ήταν η πρώτη φορά που ο Φάιμελ τής μίλησε αγενώς, σχεδόν άγρια. Της τηλεφώνησε κατά τις έντεκα και μισή· και μόνο ο ήχος της φωνής του δεν προμήνυε τίποτε καλό· τέτοιες μεταπτώσεις δεν τις συνήθιζε, και επειδή ακριβώς τα λόγια του παρέμεναν άψογα, ο τόνος του την τρόμαξε: σ’ αυτή τη φωνή, από την ευγένεια είχε απομείνει μόνο το τυπικό μέρος, σαν να της είχε προσφέρει H2O αντί για νερό.
“Βγάλτε, παρακαλώ”, της είπε, ” από το γραφείο σας την κόκκινη καρτούλα που σας είχα δώσει πριν από τέσσερα χρόνια”. Εκείνη άνοιξε με το δεξί της χέρι το συρτάρι του γραφείου της, παραμέρισε μια σοκολάτα, το πανάκι και το μπράσο για το γυάλισμα κι έβγαλε την κόκκινη καρτούλα. “Διαβάστε μου, παρακαλώ, τι γράφει αυτή η κάρτα”. Κι εκείνη, με τρεμάμενη φωνή, διάβασε: “Διαθέσιμος οποιαδήποτε στιγμή για τη μητέρα μου, τον πατέρα μου, την κόρη μου, τον γιο μου και τον κύριο Σρέλλα, και για κανέναν άλλο”.
Το Μπιλιάρδο στις εννιάμισι είναι η ιστορία της οικογένειας Φάιμελ, τριών γενεών της οικογένειας, ανήμερα των γενεθλίων του γενάρχη Χάινριχ Φάιμελ, κάποια μέρα του Σεπτέμβρη του 1958. Και μέσω της οικογενειακής αυτής ιστορίας, με τη δράση να εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια μίας και μόνο μέρας, σε ένα απόλυτο παρόν, ο Μπέλ -αυτός ο πολέμιος των προσπαθειών για λήθη που επικράτησαν στη Γερμανία μετά το τέλος του ναζισμού- θα φέρει τους ήρωές του -και κατ’ επέκταση τον αναγνώστη- αντιμέτωπους με το ζοφερό παρελθόν, αντιμέτωπους με ένα παρελθόν για το οποίο ελάχιστοι μιλούσαν εκείνη την περίοδο.
Οικογένεια Φάιμελ, μια οικογένεια αρχιτεκτόνων. Ο Χάινριχ έχτισε -ανάμεσα σε άλλα και το αβαείο του Αγίου Αντωνίου-, ο γιος του Ρόμπερτ γκρέμισε -ανάμεσα σε άλλα και το αβαείο του Αγίου Αντωνίου- και ο εγγονός Γιόζεφ προσπαθεί να αποφασίσει τίνος την κατεύθυνση να ακολουθήσει, στεκόμενος πάνω από τα ερείπια του αβαείου του Αγίου Αντωνίου. Στο Μπιλιάρδο στις εννιάμισι, χαρακτηριστικό δείγμα της λογοτεχνίας των ερειπίων, τα ερείπια είναι πρωτίστως πραγματικά και ακολούθως συμβολικά.
Οι τρεις αντρικές μορφές κυριαρχούν στο μυθιστόρημα. Η γιαγιά, κλεισμένη από χρόνια σε κλινική, μια αναχωρήτρια της καθημερινότητας, εκείνης της καθημερινότητας, κατέχει έναν ρόλο κλειδί στην ιστορία, όντας εκείνη που συνειδητά αναμετράται διαρκώς με το παρελθόν, που αρνείται να ξεχάσει, που δεν δέχεται μια καθολική συγχώρεση των πάντων στο όνομα μιας νέας αρχής. Η Λεονόρε, που δουλεύει στο γραφείο μελετών του Ρόμπερτ, ο Χούγκο, που δουλεύει στο ξενοδοχείο που ο Ρόμπερτ παίζει καθημερινά μπιλιάρδο στις εννιάμισι, και η Μαριάνε, η σύντροφος του Γιόζεφ, είναι οι τρεις ακροατές, οι τρεις μάρτυρες των ιστοριών των τριών Φάιμελ. Και τέλος ο Σρέλλα, που την ημέρα εκείνη θα επιστρέψει μετά από είκοσι τόσα χρόνια εξορίας. Οι ήρωες του μυθιστορήματος αποτελούν τη βάση του, όπως οι άνθρωποι αποτελούν τη βάση της ιστορίας, και μόνο μέσα από μία πολυφωνική αφήγηση θα ήταν δυνατό να αποπειραθεί κανείς να αποδώσει την ιστορία, να συνθέσει μια μνήμη συλλογική.
Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται σε μία μέρα, σε ένα διαρκές σήμερα, και με αφετηρία αυτό το σήμερα οι ήρωες εκκινούν προς το παρελθόν, ανασύρουν μνήμες, επιχειρούν να επουλώσουν τραύματα, να κατευνάσουν τον θυμό, να δικαιολογηθούν, να εξυψωθούν. Δεν είναι εύκολο να βρουν τους κατάλληλους ακροατές, ακόμα και εκείνοι που τελικά επιλέγουν δεν είναι σίγουρο πως τους καταλαβαίνουν.
Ο αγώνας ενάντια στη λήθη ούτε εύκολος είναι ούτε αναίμακτος, αλλά ούτε και αντικειμενικός. Πρέπει να δίνεται, ακόμα και αν δυσαρεστεί. Γιατί κατά πάσα πιθανότητα εθελοτυφλώντας κανείς είναι σχεδόν σίγουρο πως θα πέσει και πάλι. Το Μπιλιάρδο στις εννιάμισι είναι ένα σπουδαίο βιβλίο. Και δεν είναι σπουδαίο μόνο για τα όσα διαπραγματεύεται, είναι σπουδαίο για τον λογοτεχνικό τρόπο με τον οποίο ο Μπελ μάχεται ενάντια στη λήθη.
υγ. Τα επίμετρα της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου και του Γιάννη Πάγκαλου συμπληρώνουν ιδανικά τη σημαντική αυτή έκδοση.