Η θέση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα ότι πρέπει να συγκληθεί μία «ευρωπαϊκή διάσκεψη χρέους» για τη μείωση των εξουθενωτικών βαρών που αντιμετωπίζει η Ελλάδα και άλλες χώρες που έχουν πληγεί πολύ από την κρίση είναι λογική, αναφέρει σε άρθρο γνώμης το πρακτορείο ειδήσεων Bloomberg.
«Το χρέος της Ελλάδας έχει ήδη ελαφρυνθεί κάπως, αλλά όχι αρκετά, για να γίνει βιώσιμη η δημοσιονομική της κατάσταση. Ο Τσίπρας ζητά μία διαγραφή του κατά το ένα τρίτο περίπου» αναφέρει το άρθρο, που επισημαίνει ότι «υπάρχει πληθώρα ιστορικών παραδειγμάτων για μία ελάφρυνση αυτής της κλίμακας».
Ένα τέτοιο ιστορικό παράδειγμα θα έπρεπε να έχει ιδιαίτερη απήχηση στους Γερμανούς αξιωματούχους που είναι από τους πιο σταθερούς αντιπάλους μίας περαιτέρω ελάφρυνσης του χρέους, αναφέρει το άρθρο. «Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι πιστωτές της Γερμανίας αναγνώρισαν ότι η πλήρης αποπληρωμή των χρεών της χώρας θα έκανε πιο δύσκολη την ανάκαμψη της οικονομίας της και θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει όλη την Ευρώπη. Το 1953, συμφώνησαν να διαγράψουν περίπου το 50% των χρεών της Δυτικής Γερμανίας και να προβλέψουν την εξυπηρέτηση του υπόλοιπου, ανάλογα με τις οικονομικές επιδόσεις της. Οι πιστώτριες χώρες αναγνώρισαν τότε ότι η ελάφρυνση του χρέους ήταν προς το συμφέρον τους».
Σήμερα, αναφέρει το Bloomberg, η Γερμανία αντιτίθεται στη διαγραφή χρεών και επιμένει στην εφαρμογή αυστηρής δημοσιονομικής λιτότητας, επειδή ανησυχεί ότι μία περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους θα ενθάρρυνε τις σπατάλες. «Τα αποτελέσματα είναι καταστροφικά. Στην Ελλάδα, ο ένας στους τέσσερις είναι άνεργος και – με βάση μία εκτίμηση – σχεδόν ο μισός πληθυσμός είναι τώρα σε κατάσταση φτώχειας». Αυτή η επιβαλλόμενη οικονομική ταλαιπωρία δεν βελτιώνει την ικανότητα των χωρών να αποπληρώνουν τα χρέη τους ή να βοηθούν τις προοπτικές της οικονομίας της ΕΕ, αναφέρει το Bloomberg, προσθέτοντας: «Παρά τις μειώσεις δαπανών και τις αυξήσεις φόρων, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Ισπανία, ακόμη και η Γαλλία, δεν θα είναι σε θέση να μειώσουν το χρέος τους στο επιτρεπόμενο ανώτατο όριο του 60% του ΑΕΠ τους στο ορατό μέλλον».
Η διαγραφή χρέους, που θα συνδέεται με οικονομικές μεταρρυθμίσεις για την ανάπτυξη, θα βοηθούσε, τονίζει το άρθρο. «Σε κάποιες χώρες, το κόστος της εξυπηρέτησης του χρέους υπερβαίνει το 10% των κρατικών δαπανών. Κάποια από τα χρήματα αυτά θα ήταν καλύτερο να χρησιμοποιηθούν για δαπάνες που θα αύξαναν την απασχόληση. Η υψηλότερη απασχόληση και η ταχύτερη ανάπτυξη θα έκαναν ευκολότερη την αποπληρωμή του υπόλοιπου χρέους από τις χώρες. Για τον λόγο αυτό, σε τόσο δύσκολες καταστάσεις όπως αυτή, το πραγματικό κόστος της ελάφρυνσης χρέους για τους πιστωτές είναι, στη χειρότερη περίπτωση, μικρό και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να είναι και αρνητικό».
Καταλήγοντας, το άρθρο σημειώνει: «Θα υπήρχαν και άλλα οφέλη – κυρίως η χαλάρωση των δεινών που έχουν ήδη επιβληθεί στην Ελλάδα και άλλες χώρες και η αποκατάσταση της λαϊκής στήριξης στο ευρωπαϊκό σχέδιο. Ωε βασικός μέτοχος στο σχέδιο αυτό, η Γερμανία θα κερδίσει πολλά. Η άρνησή της να επιτρέψει περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους είναι οικονομικά επιζήμια και πολιτικά επικίνδυνη. Για το δικό της καλό, η Γερμανία πρέπει να το σκεφθεί ξανά».