Για έναν αναγνώστη, σαν κι εμένα, που τα ενδιαφέροντά του περιορίζονται σχεδόν αποκλειστικά στη λογοτεχνία, η απόφαση για την ανάγνωση ενός βιβλίου non-fiction απαιτεί πάντα λίγη παραπάνω σκέψη, εμπεριέχει ένα ποσοστό ρίσκου, καθώς λαμβάνει χώρα σε αχαρτογράφητα ύδατα, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και ένα στοίχημα για τη διάρρηξη της αναγνωστικής μονομανίας.
Το βιβλίο αυτό το είχα βάλει καιρό στο μάτι, όχι τόσο για τον προφανή λόγο, δηλαδή το τρέξιμο, όσο για την αναφορά στη φυλή των Ταραουμάρα, ιθαγενών που ζουν σχεδόν απομονωμένοι στις οροσειρές του Μεξικού, μιας χούφτας ανθρώπων στην παραμεθόριο του πολιτισμένου τρόπου ζωής. Αυτές οι απομονωμένες κοινότητες ανέκαθεν μου προκαλούσαν το ενδιαφέρον. Παράλληλα ήλπιζα το βιβλίο αυτό να περιέχει ακόμα ένα συστατικό, το πάθος του συγγραφέα για το θέμα του βιβλίου του.
Μέρες έψαχνα στην οροσειρά Σιέρα Μάδρε του Μεξικού το φάντασμα που είναι γνωστό ως Καμπάγιο Μπλάνκο -το Λευκό Άλογο. Είχα φτάσει επιτέλους στο τέρμα της διαδρομής, στο τελευταίο σημείο που θα φανταζόμουν ότι μπορώ να το βρω -όχι βαθιά στις ερημιές όπου έλεγαν ότι έχει στοιχειώσει, αλλά στο μισοσκότεινο λόμπι ενός παλιού ξενοδοχείου, στις παρυφές μιας κατασκονισμένης πόλης της ερήμου.
Ο ΜακΝτούγκαλ ξεκινά την έρευνα αυτή χωρίς να το ξέρει, οδηγήθηκε εκεί προσπαθώντας να βρει έναν τρόπο να μπορεί να συνεχίσει το καθημερινό χαλαρό τρέξιμο, το οποίο τόσο του άρεσε όμως παρ’ όλ’ αυτάτου προκαλούσε διαρκείς και επίπονους τραυματισμούς· οι γιατροί, οι πλέον εξειδικευμένοι, του συνιστούσαν ομόφωνα να εγκαταλείψει το τρέξιμο και να δοκιμάσει πιο ήπιες μορφές άσκησης, που θα καταπονούσαν λιγότερο το κορμί του. Εκείνος, από πείσμα περισσότερο, δεν το έβαλε κάτω. Έτσι έφτασε μέχρι τους Ταραουμάρα, συνάντησε προπονητές υπερμαραθωνοδρόμων, διάβασε έρευνες σχετικά με την τεχνολογία των υποδημάτων τρεξίματος, γοητεύτηκε από ιστορίες δρομέων με αντισυμβατικές συχνά μεθόδους προπόνησης.
Η αλήθεια είναι πως το βιβλίο δεν διαθέτει λογοτεχνικές αρετές, γεγονός που γίνεται ακόμα πιο φανερό όταν γίνεται προσπάθεια εμπλουτισμού του δημοσιογραφικού κειμένου έρευνας με περιγραφές συναισθημάτων και τοπίων, αλλά αυτή είναι μια παρατήρηση κάποιου που διαβάζει κυρίως λογοτεχνία. Ο ΜακΝτούγκαλ -και οι επιμελητές του βιβλίου- δεν στόχευσαν τόσο στη λογοτεχνικότητα, όσο στον εξωραϊσμό του κειμένου, που κινδύνευε να κατολισθήσει από το βάρος των τεχνικών λεπτομερειών, και στην απαραίτητη επίκληση στο συναίσθημα του αναγνώστη, του αναγνώστη που είτε τρέχει, είτε είναι υποψήφιος δρομέας και απλώς ψάχνει για ένα κίνητρο. Αν και ορισμένα στοιχεία επαναλαμβάνονται, ο ΜακΝτούγκαλ έχει κάνει καλή έρευνα και σύνθεση του υλικού του, επιτυγχάνοντας να γράψει ένα βιβλίο για το τρέξιμο, χωρίς να επικεντρώνεται αποκλειστικά στον αγώνα με τους Ταραουμάρα.
Δεν θα μπορούσε να απουσιάζει μια διάθεση για φιλοσοφικό στοχασμό, κάπως κλισέ και παιδικού, όπως για παράδειγμα η φράση: δεν σταματάς να τρέχεις επειδή γερνάς, γερνάς επειδή σταματάς να τρέχεις. Όμως, έχει ενδιαφέρον ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο από διάφορους δρομείς, το οποίο έγκειται στη ψυχική διάσταση του τρεξίματος και συχνά το παρουσιάζει ως μια μορφή διαλογισμού εν κινήσει, ως μία συνεδρία του δρομέα με τον εαυτό του, μια κατάσταση αποκοπής από την πραγματικότητα.
Έτσι, και επιχειρώντας να αξιολογήσω το βιβλίο με βάση τις προσδοκίες μου πριν την ανάγνωση, το πάθος του συγγραφέα στο οποίο ήλπιζα υπάρχει ευδιάκριτο, ενισχυμένο μάλιστα με το πάθος των υπόλοιπων προσώπων που εμφανίζονται στο βιβλίο. Ως προς τους Ταραουμάρα τώρα, σίγουρα δεν πρόκειται για μία επιστημονική ανθρωπολογική μελέτη, όμως παρουσιάζει το δικό της ενδιαφέρον, όχι μόνο ως προς το τρέξιμο, το οποίο προβάλλεται ως το κυρίως χαρακτηριστικό τους, αλλά και ως προς μια νοοτροπία και αντίληψη ζωής, που μάλλον δεν θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται “άγρια” ελαφρά τη καρδία. Τέλος, ως προς το τρέξιμο, είναι ένα ενδιαφέρον βιβλίο, παρότι κάνει κοιλιά σε ορισμένα σημεία, διαθέτει ταυτόχρονα άλλα που θα μπορούσαν να εμπνεύσουν και να προκαλέσουν την ταύτιση του αναγνώστη ακόμα και αν δεν είναι -συνειδητά- δηλωμένος οπαδός του τρεξίματος.