Αψηλός, γεροδεμένος, λιγνόκορμος και ξεσκούφωτος ο Γιωργακόγιωργας, με το αετίσιο βλέμμα στυλωμένο στα γκρεμνά, τα στιβάνια του να χώνονται σε ασπαλαθιές, θυμαριές και χαλίκια, σκαρφάλωνε σαν αγριοκάτσικο στην κακοτράχαλη πλαγιά κι όλο μάχονταν να φτάξει ως την κορφή, εκεί που δεσπόζει σε τούτο τον αγριότοπο το εκκλησάκι του Προφήτ’ Ηλία.
Εκεί που είχε τάμα του να το λειτουργήσει.
Την άλλη μέρα θε νά ’ρθει ο παπάς και πρέπει να εύρει το, καθαρό σαν που αρμόζει, μουρμούριζε κι όλο σκαρφάλωνε.
– Από την ημέρα της χάρης Του, μαθές, δέκα μήνες τώρα, είχε να λειτουργηθεί ο θαλασσινός και βουνίσιος αυτός άγιος. Ηθελε να έρθει κι η Μαριώ, η γυναίκα του, μα τρία κοπέλια, εφτάχρονο το πιο μεγάλο και το τέταρτο στην κοιλιά, δεν ήταν εύκολο. Γι αυτό και τ’ αποφάσισε, μόνος του, μετά το άρμεγμα, να πάει να ομορφύνει το μέρος.
– Δεν είναι και ντροπής να σκουπίσω και να ξαραχνιάσω μια σπιθαμή ‘κκλησάκι, ξαναμουρμούρισε, ως άνοιγε τη χιλιοτρυπημένη απ’ τα στοιχειά της φύσης ξυλόπορτα.
Προσκύνησε, άναψε ένα κερί, πήρε τα σύνεργα που ’τανε στη γωνιά ακουμπισμένα, καθάρισε. Ξεχορτάριασε κι όξω μεριά, μύρισε ο τόπος. Κι αντί να κουραστεί ξεκουράστηκε ο ντελικανής ετούτος, που έκατσε σ’ ένα χαράκι όξω μεριά την πόρτα κι έσερνε τη ματιά του από Κόρακα ως τη Γραμπούσα, εκεί που τελεύει ο γιαλός και σμίγει με τον ασπρισμένο ουρανό.
Γυρόφερνε στο νου του γυναίκα, κοπέλια, γονέους και λεβεντοπρογόνους, φχαριστημένος απ’ τη ζωή ήντονε, έστρωνε και σχέδια μελλοντικά, άκουγε τα γλυκόλαλα κουδούνια και τον αγέρα να φέρνει αρώματα και μουσική βουνίσια, κι άξαφνα πήρε τ’ αυτί του τα τσοπανόσκυλα να αλυχτούν ανήσυχα, κι είδε τα γιδοπρόβατα κάτω στα όρη να τρέχουν.
– Σημάδια βροχής είναι τούτα, μουρμούριξε κι έστριψε ζερβά προς τα Μελισσιανά βουνά.
Κει πάνω, στο Στρούμπουλα, σύννεφα τρέχανε π’ όλο και σμαρώνανε και μαυρίζανε.
Σηκώθηκε απ’ το χαράκι έκανε το σταυρό του και πήρε βιαστικός την κατηφόρα. Έπρεπε να σάξει γίδια και πρόβατα να πισωγυρίσει κι υστερνά να πάει στον γέρο πατέρα του. Εκεί στο φρύδι του γκρεμού, απάνω απ’ τον δρόμο τον δημόσιο, στο μικρό καλύβι που είχε χτίσει με πέτρες μεγάλες χωρίς τσιμέντα και λάσπες, εκεί θα τον έβρισκε.
Κι όλο ροβολούσε, σπίθιζαν τα στιβάνια του με τα καρφιά από κάτω, άφηνε πίσω την κορφή κι έβλεπε πέρα προς την Ιταλία μεριά να κατεβαίν’ ο ουρανός να πυκνώνουν τα σύννεφα μουντά κι αγριεμένα δείχνανε τα δόντια τους, ανταμώσανε το υγρό στοιχείο, κι αρχίνιξ’ ένα ξέσπασμα οργής με βροντές αστραπές κι αστροπελέκια.
Μια μπόρα ξέσπασε κι ο Γιωργακόγιωργας σαν έφτασε στο καλύβι μονάχα τα δόντια του ήτανε στεγνά.
Μ’ αντί τον πατέρα του, ένα φωτεινό σταυρό ξέκρινε στο βάθος της καλύβας, σφούγγιξε τα μάτια του, καθάρισαν απ’ το βροχόνερο και μαζί χάθηκ’ ο σταυρός κι είδε πεσμένο καταγής τον πατέρα του που από θάμα είχε γλυτώσει το αστροπελέκι σα βρέθηκε κάτω απ’ τη μεγάλη χαρουπιά να προφυλαχτεί από την καταιγίδα. Σταυροκοπήθηκε, φχαρίστησε τον άγιο που είχε ζωντανό αυτόν και προ παντός τον πατέρα του κι έκανε μια ευκή κάποτε να φτιάξει στον ίδιο τόπο, εκκλησάκι αφιερωμένο στον Τίμιο Σταυρό.
Με βαθιά πίστη, δεκάρα τη δεκάρα μαζώνανε τα κόπια τους, ώσπου η ευχή, έγινε πράξη.
Και να σήμερα, στα θυρανοίξια, με τα κοπέλια του μεγαλωμένα, παντρεμένα και με οικογένειες, στέκει στην άκρη, βλέπει το δεσπότη με τους παπάδες γονατισμένους στην ωραία Πύλη να διαβάζει τις πρέπουσες ευχές, προσεύχεται, σφουγγίζει τα μάτια του κι αναπολεί.
Όταν του έδινα το χέρι να τον συγχαρώ, έκλαιγε, κι από δίπλα η γυναίκα του ψιθύρισε.
– Δοξάζουμε τον Θεό που μετά τριάντα χρόνια, πραγματοποιήθηκε το όνειρό μας.
Κι ο Μητροπολίτης μιλώντας τόνισε, «….από το περίσσεμα της αγάπης τους και το υστέρημα των οικονομικών τους, έχτισαν και παρέδωσαν στην εκκλησία το ωραίο τούτο ναΐδριο….»
Είναι ένα φωτεινό παράδειγμα προς μίμηση.
Αντί να μαζώνουμε λεφτά ή να σκοτωνόμαστε και να αδικούμε τον διπλανό μας, ας σκεφτούμε, πώς μπορούμε να βοηθήσουμε κι εμείς την εκκλησία, την πατρίδα, την οικογένεια μας;
Τα τρία μεγάλα αγαθά που μας στηρίξανε σαν έθνος, σαν Ελληνες, σαν ανθρώπους