1. Εισαγωγή
Σημαντική υστέρηση για το Τραπεζικό Σύστημα αποτελεί η απόφαση του οίκου αξιολόγησης Fitch για διατήρηση των Ελληνικών Τραπεζών στο καθεστώς της περιορισμένης χρεοκοπίας, ως το αποτέλεσμα της αξιολόγησης (review) της πορείας του Ελληνικού Τραπεζικού Συστήματος. Οι Ελληνικές Τράπεζες υποβαθμίστηκαν στην κλίμακα του restricted default στις 29 Ιουνίου 2015, όταν και επιβλήθηκαν τα capital controls στην Ελλάδα. Η μη μεταβολή στην αξιολόγηση των ελληνικών τραπεζών αντανακλά το γεγονός πως οι Τράπεζες συνεχίζουν να μην είναι σε θέση να καλύψουν ορισμένες από τις βασικές τους υποχρεώσεις, δεδομένου ότι τα capital controls παραμένουν ακόμη σε ισχύ στην Ελλάδα. Επιπλέον, οι Ελληνικές Τράπεζες εμφανίζουν υψηλό πιστωτικό κίνδυνο, λόγω των αδύναμων προοπτικών ανάκαμψης, της πολιτικής αβεβαιότητας εν μέσω του παρατεταμένου διαστήματος αξιολόγησης του προγράμματος προσαρμογής από την τρόικα, αλλά κυρίως της «χαμηλής» ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού τους (assets).
Είναι αλήθεια ότι το οικονομικό και πολιτικό κλίμα παραμένει ακόμη εύθραυστο στην Ελλάδα, ενώ οι Τράπεζες δεν έχουν ακόμη ανακτήσει την εμπιστοσύνη πελατών και επενδυτών, γεγονός που βάζει φρένο στην τόνωση των χρηματοδοτικών τους προφίλ και κατ’ επέκταση στη θωράκιση της βιωσιμότητας των επιχειρηματικών τους μοντέλων. Ωστόσο, από τον Ιούνιο του 2015 μέχρι και σήμερα, έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος σε ό,τι αφορά στα θεμελιώδη μεγέθη των Ελληνικών Τραπεζών. Ιδίως, μετά την ανακεφαλαιοποίησή τους στο τέταρτο τρίμηνο του 2015, οι Ελληνικές Τράπεζες κατόρθωσαν να ισχυροποιήσουν την κεφαλαιακή τους βάση – ενισχύοντας την κεφαλαιακή τους επάρκεια, αλλά τονώνοντας παράλληλα και τα επίπεδα ρευστότητάς τους. Οι αναλυτές πλέον αναγνωρίζουν το πλεονέκτημα που αποκτούν οι Ελληνικές Τράπεζες στο μέτωπο της χρηματοδότησης, έπειτα από την επαναφορά του waiver που επιτρέπει τη μεταφορά ρευστότητας από τον ακριβό μηχανισμό του ELA (Emergency Liquidity Assistance) στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (E.K.T.). Από την άλλη, ωστόσο, διαφαίνεται ότι οι προοπτικές επανάκαμψης των δανείων στις ημέρες μας έχουν επιδεινωθεί, με αποτέλεσμα να μετακυλίεται για τουλάχιστον δύο χρόνια η απομόχλευση των Ενεργητικών στο τραπεζικό σύστημα.
Θετικές εξελίξεις ωστόσο διαμορφώνονται από την επιτυχή ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος, οι οποίες μειώνουν σημαντικά το κόστος χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών, σύμφωνα και με το διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος.
Η επαναφορά της κατ’ εξαίρεση αποδοχής των ελληνικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (waiver) θα επιτρέψει ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου για άλλη μία φορά να γίνονται αποδεκτά ως εγγύηση στις πράξεις του Ευρωσυστήματος αναχρηματοδότησης, μειώνοντας ταυτόχρονα το κόστος δανεισμού από το 1,5% στο 0,05%. Η ρευστότητα που παρέχονταν μέχρι σήμερα μέσω του μηχανισμού ELA ήταν σημαντικά ακριβότερη έως και 30 φορές, φτάνοντας κοντά στο 1,55% σε σύγκριση με το κόστος δανεισμού από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο 0% (βασικό επιτόκιο πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης).
Στις θετικές εξελίξεις, επίσης, συγκαταλέγεται και η νέα μεγάλη μείωση του ποσού χρηματοδότησης του ΕLA, στο ποσό των 65,0 δις ευρώ έως και την Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016, από 68 δισ. ευρώ που ήταν, όπως ανακοίνωσε πρόσφατα η Τράπεζα της Ελλάδος, με σημαντικό μερίδιο αυτής να αποδίδεται στην επιστροφή των καταθέσεων και όχι στην επαναφορά του waiver. Η μείωση του ανώτατου ορίου κατά 0,3 δισεκ. ευρώ αντανακλά τη βελτίωση της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών, στο πλαίσιο της υποχώρησης της αβεβαιότητας και της σταθεροποίησης των ροών καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα, η οποία ωστόσο αναμένεται να μεταβληθεί λόγω της απρόσμενης εξέλιξης του Brexit.
2. Διαμορφούμενη πραγματικότητα – Επικείμενες αλλαγές λόγω Brexit
Είναι πλέον εμφανές ότι ένα παρατεταμένο, περίπλοκο και δαπανηρό Brexit δύναται να επιβαρύνει τα κέρδη των ευρωπαϊκών τραπεζών, κυρίως μέσω των χαμηλότερων επιτοκίων. Οι βρετανικές τράπεζες έχουν δραματικά καλύτερη χρηματοδοτική θέση και φαίνεται πως ήταν προετοιμασμένες για το ενδεχόμενο αυτό. Ωστόσο, οι πιο αδύναμες προοπτικές αναμένεται να χτυπήσουν εκείνες τις Τράπεζες με κεφαλαιακά κενά και πολύπλοκες αναδιαρθρώσεις και ιδιαιτέρα τις ιταλικές και τις ελληνικές τράπεζες.
Το τοπίο των Ελληνικών Τραπεζών πέραν των ως άνω δεδομένων διαμορφώνεται και από την απαίτηση για ορθολογική διαχείριση των κόκκινων δανείων, τα οποία αποτελούν σημαντικότατο μέρος του Ενεργητικού των συστημικών και μη τραπεζικών οργανισμών. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (Non Performing Exposures) των Ελληνικών Τραπεζών ανέρχονται περί τα 115,52 δισ. ευρώ συνολικά, χωρίς αυτό να αποτελεί αυθαίρετη εκτίμηση. Ειδικότερα, τα NPEs για την Τράπεζα Πειραιώς ανέρχονται περί τα 36,9 δισ. ευρώ ή 50,7% επί των δανείων (=συνολικές χορηγήσεις προ προβλέψεων), για την Eurobank περί τα 22,6 δισ. ευρώ ή 43,8% επί των δανείων, την Alpha Βank περί τα 31,8 δισ. ευρώ ή 51,3% επί των δανείων, την Εθνική περί τα 22 δισ. ευρώ ή 50% επί των δανείων και την Attica Βank περί τα 2,22 δισ. ευρώ 56,5% επί των δανείων (βλέπε Γράφημα 1).
Τα πιστωτικά προφίλ των Ελληνικών Τραπεζών παραμένουν αδύναμα, λόγω των μεγάλων ανισορροπιών που εντοπίζονται σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότησή τους, αλλά και λόγω της υψηλής ακόμη εξάρτησής τους από το Ευρωσύστημα. Αδύναμη είναι και η ποιότητα των δανειακών τους χαρτοφυλακίων, λόγω των υψηλών επιπέδων των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Επιπλέον αυτών, σε συνδυασμό και με το Brexit που εισήλθε βιαίως στο τραπέζι, το διαμορφούμενο σκηνικό αναμένεται να επιδεινωθεί, με άμεσα αποτελέσματα στους δείκτες των προβληματικών δανείων, ασκώντας ισχυρές πιέσεις στα χαρτοφυλάκια των Τραπεζών της Ευρωζώνης και κυρίως της Ελλάδος.
Άλλωστε, δεν περνάει άνευ σημασίας το γεγονός ότι η Ιταλία ενεργοποίησε το προληπτικό πρόγραμμα προστασίας των τραπεζών, που κατάρτισε η κυβέρνηση της Ιταλίας προληπτικά, για τη χορήγηση εγγυήσεων και ρευστότητας σε φερέγγυες τράπεζες, σε περίπτωση ανάγκης.
Πέραν ωστόσο της ρευστότητας, αναμένεται να επηρεαστούν τα μεγέθη των Τραπεζών σε σχέση και με την πορεία των καθαρών εσόδων από τόκους. Σύμφωνα με εκτιμήσεις παραγόντων της αγοράς, αποτελεί σχεδόν βεβαιότητα η περαιτέρω μείωση των εσόδων για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα τα έτη 2016 και 2017, επηρεάζοντας τους δείκτες αποδοτικότητας ROE (Return on Equity) επί τα χείρω, στοιχείο που αντανακλά μεταξύ των άλλων και σε υψηλότερο κόστος των Ιδίων Κεφαλαίων. Σύμφωνα με τη Morgan Stanley το κόστος χρηματοδότησης παραμένει βασική κινητήρια δύναμη του δείκτη καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου (γνωστός και με το αγγλικό ακρωνύμιο NIM – Net Interest Margin), ενώ ο χαμηλότερος όγκος πωλήσεων σε συνδυασμό με την ασθενέστερη απόδοση δανείων θέτει σε πίεση τα καθαρά έσοδα από τόκους. Επιπλέον, οι καταθέσεις αναμένεται να είναι οριακά υψηλότερες κατά το επόμενο διάστημα, προβλέποντας πλέον άλλα δύο χρόνια απομόχλευσης σε όλον τον τομέα.
Οι βασικοί κίνδυνοι που κρίνεται πως θα επηρεάζουν επί συνόλω την πορεία ανάπτυξης των τραπεζικών οργανισμών κατά το επόμενο διάστημα αναφέρονται στα ακόλουθα:
1. Την αύξηση του πολιτικού κινδύνου στην περιφέρεια της Ε.Ε., ως αποτέλεσμα της έντασης του ευρωσκεπτικισμού, καθώς και της ανάπτυξης φυγόκεντρων τάσεων άλλων χωρών ή και ολόκληρων περιοχών εντός ευρωπαϊκών χωρών λόγω του Brexit.
2. Τη φορολογική κόπωση στη χώρα που έχει επέλθει και που μπορεί να οδηγήσει σε αποστροφή στην υιοθέτηση των απαιτητικών νέων μεταρρυθμίσεων και απαιτήσεων του τρίτου μνημονίου ή σπρώχνοντας ακόμη και σε μια ολοκληρωτική αντιστροφή των διαρθρωτικών αλλαγών, που θα μπορούσαν να κάνουν την οικονομία ακόμη λιγότερο ανθεκτική σε κραδασμούς.
3. Την πιθανή αύξηση της πολιτικής αστάθειας και την έτι περαιτέρω επιβάρυνση του επιχειρηματικού κλίματος.
Το σενάριο της μετα-Brexit εποχής, βρίσκει τη χώρα μας ευάλωτη και το τραπεζικό σύστημα σε σημαντική καμπή, με την επιβολή των capital controls. Οι αξιολογήσεις των τεσσάρων συστημικών ελληνικών τραπεζών φαίνεται δύσκολο να αναβαθμιστούν στο επόμενο διάστημα, εάν δεν χαλαρώσουν σημαντικά τα capital controls, ενώ απαιτούνται πολλά περισσότερα να γίνουν σε επίπεδο πολιτικής σταθερότητας και επιστροφής σε μια κανονικότητα, η οποία με τη σειρά της θα συντείνει στη ακόμη σημαντικότερη βελτίωση της εμπιστοσύνης καταθετών και επενδυτών στη χώρα, για να αρθούν πλήρως τα capital controls στην Ελλάδα. Σημαντική συνιστώσα σε όλα αυτά παραμένει η προσήλωση σε ένα πλαίσιο βασικών κατευθύνσεων και πολιτικών, που θα τείνουν να μειώσουν την αστάθεια και την αβεβαιότητα, μετά τα νέα δεδομένα που διαμόρφωσε το Brexit για την Ε.Ε. και την Ελλάδα.