Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Χαιρετισμοί της Παναγίας στη Μαδάρα

«Πολλές φορές σκέπτομαι μην είναι παραμύθι που τ’ άκουσα σε καιρό παιδικό, κοντά σε φωτιά βόσκικη. Είναι τόσο μακριά από την εποχή μας, ο άνθρωπος εκείνος του βουνού, ο παράξενος, που λέω μη δεν ήταν αληθινός, μην πέρασε μια βραδιά βροχερή απ’ τον ανήσυχο νηπιακό ύπνο μου, τον φώτισαν οι αστραπές και πριν χαθεί, χαράχτηκε τόσο ζωηρά στη μνήμη μου. Κι όμως …

Ηταν ένας γεροντής ασπρογένης και συλλογισμένος που τον βλέπαμε μερικές φορές το χρόνο να περνά. Μια όταν κατέβαζε τα πρόβατα για τα χειμαδιά, μια όταν τ’ ανέβαζε στα βουνά πάλι. Κάποτε τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα και συχνά τους Χαιρετισμούς, που έφτανε στο χωριό για να λειτουργηθεί, καθόταν πάνω σ’ ένα μουλάρι γέρικο και βασανισμένο απ’ τους δρόμους. Εμείς ήμασταν μια μικρή ομάδα μαθητές, «δασκάλια» όπως μας έλεγαν, που κάθε πρωί τραβούσαμε βαριεστημένοι για το μακρινό σκολειό μας. Όταν τύχαινε να συναντηθούμε, ανακρατούσε το μουλάρι, πέζευε, σταματούσε στην άκρη του δρόμου και περίμενε σοβαρός – σοβαρός να περάσωμε. Αυτή η παράξενη υποδοχή μας έκανε ν’ απορούμε… Βλαμμένος θά ’ναι, κάναμε να σκεφτούμε, μα μας απότρεπε η αυστηρή μορφή του που γέμιζε γλύκα και στοργή μια στιγμή, καθώς μας κοιτούσε. Ήταν φανερό πως μας αγαπούσε πολύ και θαρρώ πως με τον τρόπο αυτό προσπαθούσε να μας δείξει κάτι σαν εκτίμηση και σεβασμό.
Πόσο μας συγκινούσε η χειρονομία του γέρου… Οι άλλοι δε φαίνεται νά ’νιωθαν την αξία του αγώνα μας να παλεύομε με τα νερά και τους ανέμους για να μάθωμε γράμματα. Και τ’ άλλα παιδιά που δεν πήγαιναν στο σκολειό στέκονταν κιόλα στο μουράγιο και μας έβλεπαν να φεύγομε μακριά από τον σκληρό αγροτικό χώρο και να τ’ αφήνομε μονάχα… Δεν ήταν εύκολο να κρύψουν την πίκρα των αυτή, τη βαθύτατη.
Μια φορά ο γέρος μας κάλεσε να πάμε για καλοκαίρι στο μιτάτο του. Ήθελε να μας φιλοξενήσει όλα. Και πήγαν πραγματικά τρία – τέσσερα παιδιά. Εγώ ήμουν ανατολικότερα στο δικό μου τόπο, τον ίδιο καιρό και οδοιπορούσα συχνά ως το μιτάτο του γέρου φίλου μας. Οι φιλοξενούμενοι του κάθονταν κάτω απ’ τα πελώρια άγρια κυπαρίσσια και μελετούσαν. Ήταν όρος του γέρου που γέμισε χαρά τα γονικά των παιδιών: Τρεις ώρες κάθε μέρα μελέτη. Κι ύστερα ελεύθερα, έτρωγαν γαλατερικά και παξιμάδι, σκαρφάλωναν στους βράχους κι έπαιζαν στην πηγή. Και καθώς τραγουδούσαν του ήλιου που έφευγε πορφυρός στο Άγιο Πνεύμα, γέμιζαν τα πνευμόνια των βραδινά μύρα.
Ο γέρος καθόταν κάπου παράμερα κι άκουγε το φωναχτό διάβασμα. Τ’ άρεσε ν’ ακούει και Ιστορία Ιερά και Ζωολογία και κανόνες Γραμματικής. Ό,τι νά’ ταν. Μισόκλεινε τα μάτια του, το τσιμπούκι του έσβηνε ξεχασμένο. Το διάβασμα μεθούσε και κανάκιζε την ψυχή του:
– Γράμματα! Γράμματα! Το ομορφότερο πράμα του κόσμου, ψιθύριζε και χάιδευε τα βιβλία σαν αγαπημένα πρόσωπα.
Μια μέρα τον ρωτήσαμε:
– Αν ήξερες γράμματα, μπάρμπα, θ’ άφηνες τη βοσκική;
Με κανένα τρόπο, απάντησε.
– «Τότες ίντα τά ’θελες τα γράμματα; Δεν σου χρειάστηκαν καμιά φορά. Λογαριασμό, να κανονίζεις τα μερτικά στο χάλασμα του μιτάτου, κατέχεις απ’ όξω. Δικό δεν έχεις στην ξενηθειά να τ’ αποκρίνεσαι «την ποθητήν επιστολήν σας ελάβομεν». Καλύτερα και σου λείπανε τα γράμματ Μπελάδες είναι». Δε συμφωνούσε. Κι ήθελε να μας αποκριθεί πολλά μα δεν έβρισκε άκρη:
«Αχ, που να ξέρετε εσείς», έλεγε και μας άφηνε μόνους να μετρούμε τα φώτα των χωριών κ τ’ άστρα που γίνονταν ώρα την ώρα πολλά κι έλεγες πως θα σμίξουν οι φωτιές τους να κάψουν κόσμο…
Όταν «χάλασε το μιτάτο», πάει να πει διαλύθηκε η στάνη, ο γέρος αποχαιρέτησε τα παιδιά.
– Άνοιξη καιρού, είπε, θα γυρέψω την πλερωμή μου.
Σαν τι πληρωμή;
– Τότες θα μάθετε. Θα σας πέψω μήνυμα εγώ.
Φύγαμε. Χειμώνιασε. Κι όταν είδαμε τα πρώτα λουλούδια να τρέμουν στις μαύρες άκριες της αμυγδαλιάς αρχίσαμε να περιμένωμε το μήνυμα του γέρου.
Πρώτα, με το ανέβασμα στα βουνά, χάρισε δυο αρνιά στο σκολειό.
«Να τα θρέψωμε στον κήπο και ν’ αγοράσωμε σύνεργα». Ύστερα έφτασε το μήνυμα. Μας καλούσε στο βουνό «το δίχως άλλο» για μια βραδιά. Ήταν Απρίλης, μοσκομύριζαν τα χαμομήλια, στα ριζοβούνια, μα ψηλά το κρύο δεν ήταν ακόμη φευγάτο. Τον βρήκαμε στο Μιτάτο του, το φίλο μας να μας περιμένει. Ό,τι ξεκινούσαν οι ίσκιοι να πατήσουν τα κατωμέρια όταν φτάναμε. Μας έβγαλε παξιμάδια κι ελιές να φάμε. Φαινόταν να βιάζεται και παρακινούσε τους βοσκούς, να κάνουν γρήγορα για τ’ άρμεγμα και το βοηθό του το μαντρατζή να φουντώσει τις φωτιές. Σε λίγο ξεκινούσαμε. Ο γέρος πήγαινε μπροστά στο σκοτεινό μονοπάτι, ακολουθούσαν οι βοσκοί κι εμείς. Δεν ξέραμε πού πάμε μα δεν έκανε κανείς να χαλάσει τη σιωπή. Ήταν τόσο όμορφη αυτή η πορεία στα νυχτωμένα δέντρα που λέγαμε να μην τελειώσει ποτέ… φθάσαμε όμως στο πλευρό με το ερημοκλήσι, εκεί σταμάτησε ο γέρος, έσκυψε, άναψε κάποια σωριασμένα ξύλα, φωτίστηκε η μικρή σπηλιά, οι σκυθρωπές εικόνες, δύο όλες – όλες, φωτιστήκαμε όλοι και βρέθηκαν όλα τα πρόσωπα ολόχαρα και ζωηρά.
– Εκεί είναι η σύνοψη, είπε, ας κάτσει ο μεγαλύτερος να διαβάζει χαιρετισμούς. Ήταν πραγματικά Παρασκευή, κάποιοι χαιρετισμοί. Δεν ήμουν ο μεγαλύτερος. Πήρα όμως το κίτρινο χαρτί στα χέρια κι άρχισα να διαβάζω σιγά – σιγά το ακατάληπτο κείμενο. Διάβαζα τους δεύτερους χαιρετισμούς, όπως διαπίστωσα αργότερα, εκεί άνοιξε η σελίδα.
«Ήκουσαν οι Ποιμένες των Αγγέλων υμνούντων, την ένσαρκον Χριστού παρουσίαν και δραμώντες ως προς Ποιμένα, θεωρούσι τούτον ως αμνόν άμωμον, εν τη γαστρί Μαρίας βοσκηθέντα ην υμνούντες είπον:
– Χαίρε, αμνού και ποιμένος Μήτηρ, χαίρε, αυλή λογικών προβάτων…»
Ο γέρος στεκόταν ανυπόμονα να φτάσει η στιγμή να πει κι εκείνος ψαλμουδιστάτο το «χαίρε νύμφη ανύμφευτε»…!
Δεν ακουγόταν τίποτα άλλο παρεκτός το μαύλισμα της φωτιάς και το απάλαφρο παραμιλητό του δάσους. Η φωνή μου έμενε μόνη και πηδούσε στο χάος σαν αγρίμι κι έτρεμε. Ήμουν σίγουρος, όλοι το ίδιο πιστεύαμε, πως τούτοι οι χαιρετισμοί πήγαιναν ίσια στ’ αυτιά της Μητέρας του «αδύτου αστέρος». Έπρεπε να τα λέμε καλά. Ως καθώς έπρεπε στην επισημότητα της ώρας και του τόπου…
… Μια ώρα, αργότερα ρωτούσα το γέρο τι καταλάβαινε από ’κείνο το διάβασμα και χαιρόταν τόσο η ψυχή του.
«Τίποτε, μού ’πε, κουβέντα. Ό,τι καταλάβαινα δε λέγεται με λόγια. Να, όπως ακούεις ένα λυράρη καλό κι αναγαλιάζεις! Ποιος μπορεί να ιστορήσει με λόγια ότι καταλαβαίνει από το κελάηδισμα των πουλιών; Το ίδιο είναι!».
Έτσι ήταν! Έτσι νιώθαμε όλοι. Και ποτέ δεν χαρήκαμε τόσο βαθιά το κάλλος μα και το νόημα των χαιρετισμών όσο ’κείνη τη νύχτα».

Του αλησμόνητου λογοτέχνη- δημοσιογράφου και υμνητή της Μαδάρας και της Κρήτης Νίκου Αγγελή. Δημοσιεύθηκε 8-4-1962 στην εφημερίδα “Ελευθερία” Αθηνών και καταχωρήθηκε και στο βιβλίο “Κούμοι- Μιτάτα”. Το σχολείο που αναφέρει ότι πήγαιναν από το Γεντίμ Μετόχι των Βρυσών το χωριό του ήταν στο Βάμο. Το εκκλησάκι των Χαιρετισμών πρέπει να ήταν αυτό το σπήλαιο τότε το Άγιο Πνεύμα στις Χώσες Αποκορώνου υψομ. 1000 μ. από το Μελιδόνι.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα