Στον ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, ήθελα Μαρία μου να ‘ρθω το Σάββατο, για να σε χαιρετίσω… Εκεί, με τη φλόγα του κεριού, που θα φωτίσει τη θύμηση, τη μορφή σου…
Όμως, δεν ξέρω αν θα μπορέσω, γιατί η ταλαιπωρία με τον τραυματισμό μου καλά κρατεί…
Σου γράφω λοιπόν δυο λόγια τώρα, επειδή το γνωρίζω καλά και, πως απηχούν τα ωραία συναισθήματα για σένα όλων των συναδέλφων μας… των κοριτσιών που δουλέψαμε στις Τηλεπικοινωνίες για χρόνια, κι εσύ εξήντλησες σ’ όλες τις δεκαετίες την θητεία σου, άξια, συνεπής, συνδικαλίστρια. Μαρία μου, ήσουν όμορφη κοπέλα…
Δυο μάτια καταγάλανα, ίδιες οι «Πρέσπες», φώτιζαν ένα πρόσωπο όπως το ανθισμένο ρόδο!
Αλλά και ως άνθρωπος, είχες σεμνότητα, ευγένεια, μέτρο… Ταξιδεμένη, φιλομαθής, σου άρεσε το εύρος των πραγμάτων…
Στο δίμηνο σεμινάριο της Υπηρεσίας μας, το ‘85, ήμασταν μαζί καθημερινά κι είχες για μένα συντροφικότητα και λόγο ζεστό, αφού τα παιδάκια μου, πολύ μικρά τότε, ήταν μακριά μου και μου στοίχιζε…
Αργότερα, όταν έκανα μια ομιλία στο Πολιτ/κό Κέντρο Χανίων, που έκανε αίσθηση, απ’ ότι είπαν, ήρθες γελαστή με την ανθοδέσμη σου και μου είπες γελώντας:
«Είμαι πολύ περήφανη για σένα»!
Αχ Μαρία μου, αχ Μαράκι μου, πλήρωσες φόρο βαρύ με την υγεία σου.
Αγωνία, Νοσοκομεία, ταξίδια, θεραπείες.
Πόνος πολύς, κι ας είχες συνεχώς πάνω από το μαξιλάρι σου τις δυο υπέροχες «παρηγοριές» σου! Την Άρτεμη και τη Γιούλη σου, τα θαυμάσια κορίτσια σου! Εκείνα «κράτησαν» την «αψίδα» την ποικιλμένη, το δάκρυ και τον σεβασμό τους, για να περάσεις στη σιωπή που σ’ έφερε στον παρελθόντα χρόνο των αναφορών μας. Η αγάπη, η τρυφερότητά μας για σένα, πάντοτε θ’ ανθίζουν καλή μου, σε χρόνο Ενεστώτα!