Χαμηλότερα επίπεδα κυκλοφορίας του ιού του Δυτικού Νείλου φέτος, από τα μέσα Μαΐου μέχρι σήμερα, όπως αυτά καταγράφονται σε ακμαία κουνούπια και ζώα δείκτες, προκύπτουν από την πρώτη μεγάλη συγκέντρωση και ανάλυση δεδομένων στην Ελλάδα για το 2023, που πραγματοποιήθηκε από την εταιρεία «Οικοανάπτυξη ΑΕ» ταυτόχρονα με τα έργα καταπολέμησης κουνουπιών σε διάφορες περιοχές της χώρας.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της εταιρείας, «αναφορικά με την όχληση, οι πληθυσμοί των κουνουπιών, παρ’ όλες τις βροχοπτώσεις του περασμένου διαστήματος, κινούνται χωρίς εξάρσεις και υφέσεις και κοντά στο μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας».
Παράλληλα, με αφορμή την ανησυχία εμπειρογνωμόνων του ECDC και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την πιθανή έξαρση φαινομένων επιδημιολογικού κινδύνου μεταδιδόμενου από κουνούπια στην Ευρώπη για το φετινό καλοκαίρι, η εταιρεία αναφέρει ότι όσον αφορά τον ιό του Δυτικού Νείλου, το 2022 αναφέρθηκαν 1133 ανθρώπινα κρούσματα και 92 θάνατοι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αυτός ήταν ο υψηλότερος αριθμός κρουσμάτων μετά το έτος 2018. Επιπλέον, το 2022 σημειώθηκαν 71 κρούσματα δάγκειου πυρετού, κυρίως στη Γαλλία, περίπου ο ίδιος αριθμός που είχε σημειωθεί καθ’ όλο το διάστημα 2010-2021 σε όλη την Ευρώπη.
Ο πρόεδρος της εταιρείας Σπύρος Μουρελάτος, μιλώντας πρόσφατα στο 3ο Webinar της Οικοανάπτυξης με θέμα «Διαμοιρασμός και αξιοποίηση γεωχωρικών δεδομένων», ανέφερε ότι «μέχρι στιγμής δεν συντρέχουν λόγοι ιδιαίτερης ανησυχίας για το δείκτη επικινδυνότητας που σχετίζεται με ασθένειες που μεταδίδονται από τα κουνούπια και κυρίως για τον ιό του Δυτικού Νείλου που ενδημεί από το 2010 στην επικράτεια».
Πιο συγκεκριμένα, στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας για την περίοδο 16/05 έως 25/06, το 2023 καταγράφηκε θετικότητα 1,6% από ένα συνολικό αριθμό 182 δειγμάτων ακμαίων κουνουπιών, έναντι θετικότητας 4% από έναν αριθμό 299 δειγμάτων για το 2022. Αντίστοιχα, σε οικόσιτα ορνίθια ηλικίας κάτω των 6 μηνών το 2023 καταγράφηκε οροθετικότητα 2% σε 45 οικισμούς, έναντι οροθετικότητας 11% σε 53 οικισμούς για το 2022. Η διαφοροποίηση αυτή είναι σημαντική διότι προϊδεάζει για χαμηλότερη ένταση μετάδοσης του ιού του Δυτικού Νείλου σε ανθρώπους για τους μήνες Ιούλιο-Σεπτέμβριο και η συσχέτιση αυτή εξάγεται από τα επιδημιολογικά στοιχεία που συλλέγονται συστηματικά από το 2010.