Περαιτέρω μειώσεις στις συντάξεις και κατάργηση φοροαπαλλαγών ζητά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο αναγνωρίζει ότι υπό το φως της εντυπωσιακής δημοσιονομικής εξυγίανσης που έχει συντελεστεί μέχρι σήμερα, δεν χρειάζεται περαιτέρω προσαρμογή.
Εξάλλου, η επικεφαλής της αντιπροσωπείας του ΔΝΤ Ντέλια Βελκουλέσκου στη διάρκεια τηλεδιάσκεψης, απαντώντας σε ερωτήσεις εκτίμησε ότι η ελληνική οικονομία θα αρχίσει ν΄ανακάμπτει από την επόμενη χρονιά.
Για το θέμα της χρηματοδοτικής συμμετοχής του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα επανέλαβε ότι προϋπόθεση για αυτό αποτελεί η γενναία μείωση του Δημόσιου Χρέους.
Στο κείμενο των συμπερασμάτων του ΔΝΤ που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου του κλιμακίου του ΔΝΤ στο πλαίσιο του Αρθρ.4, υπογραμμίζεται η ανάγκη να υπάρξει μια δημοσιονομικά-ουδέτερη εξισορρόπηση πολιτικών μεσοπρόθεσμα με χαμηλότερες συντάξεις και με μια πιο δίκαιη κατανομή του φορολογικού βάρους, ώστε ο δημόσιος τομέας να μπορέσει να παράσχει επαρκείς υπηρεσίες και κοινωνική βοήθεια σε ευάλωτες ομάδες, με την παράλληλη δημιουργία των συνθηκών για επενδύσεις και ανάπτυξη. Το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι το έλλειμμα του συνταξιοδοτικού συστήματος βρίσκεται ακόμη στο μη βιώσιμο επίπεδο του 10% του
Υπογραμμίζει δε ότι η διατήρηση άνευ προηγουμένου πρωτογενών πλεονασμάτων θα ήταν μόνο επιβλαβής για την ανάπτυξη, αλλά και τα οποία είναι δύσκολο να διατηρηθούν ενόψει των πιθανών πιέσεων λόγω της επίμονα υψηλής ανεργίας. Όμως, η σύνθεση της προσαρμογής, η οποία βασίστηκε στην αύξηση της φορολογίας σε περιορισμένες φορολογικές βάσεις, προσθέτει σημαντικούς κινδύνους στον προϋπολογισμό και αποθαρρύνει τις επενδύσεις και την απασχόληση. Οι δαπάνες παραμένουν υπέρμετρα εστιασμένες σε “δυσβάσταχτα υψηλές συντάξεις” που παρέχονται στους υπάρχοντες συνταξιούχους, γεγονός που αποκλείει τις απαραίτητες κοινωνικές δαπάνες για την προστασία των ευάλωτων ομάδων, συμπεριλαμβανομένων και των ανέργων.
Για τη στήριξη της στρατηγικής δημοσιονομικής εξισορρόπησης, το ΔΝΤ ζητά από την κυβέρνηση να στείλει ένα ισχυρό μήνυμα ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να ανέχεται τη φοροδιαφυγή. Είναι ενδεικτικό όπως αναφέρει ότι τα χρέη προς το Δημόσιο έχουν φθάσει το 70% του ΑΕΠ, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωζώνη, που οφείλονται από τους μισούς φορολογούμενους). Είναι επίσης αποτέλεσμα της φθίνουσας πορείας των ποσοστών στις φορολογικές εισπράξεις (το ποσοστό των ετήσιων προσδιορισμών φόρου που εισπράττεται), οι οποίες έχουν πέσει χαμηλότερα από ένα ήδη χαμηλό επίπεδο περίπου 75% που ήταν 2010, σε λιγότερο από 50% σήμερα, παρά την άνευ προηγουμένου διεθνή τεχνική βοήθεια
Το ΔΝΤ αποδέχεται ότι η νέα μεταρρύθμιση στη φορολογία του εισοδήματος βοήθησε στην εναρμόνιση των φορολογικών συντελεστών. Όμως, όπως επισημαίνει οι μεταρρυθμίσεις βασίζονται κατά πολύ στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών, η οποία δημιουργεί αντικίνητρα στην εργασία στην επίσημη οικονομία. Επιπλέον, η μεταρρύθμιση στη φορολογία του εισοδήματος δεν έχει αντιμετωπίσει τις πολύ γενναιόδωρες φορολογικές απαλλαγές στην Ελλάδα, οι οποίες επιτρέπουν πάνω από τους μισούς μισθωτούς να εξαιρούνται από τη φορολογία του εισοδήματος. Το ΔΝΤ θεωρεί ότι «οι εξαιρετικά γενναιόδωρες απαλλαγές για τη μεσαία τάξη δύσκολα δικαιολογούνται με επιχειρήματα κοινωνικής δικαιοσύνης γιατί δεν παρέχουν τα έσοδα που απαιτούνται για την προστασία των πλέον ευάλωτων με παροχές πρόνοιας και ανεργίας που είναι συνηθισμένες σε άλλες χώρες της Ευρώπης».
Για το λόγο αυτό το ΔΝΤ προτείνει τη μείωση των φορολογικών συντελστών με παράλληλη μείωση των γενναιόδωρων -όπως τις χαρακτηρίζει- απαλλαγών στη φορολογία του εισοδήματος.
Το ΔΝΤ για ακόμη μία φορά θέτει το θέμα της ελάφρυνσης του Δημοσίου Χρέους, υποστηρίζοντας ότι ακόμη και με την πλήρη εφαρμογή υφιστάμενου, απαιτητικού προγράμματος πολιτικών, η Ελλάδα χρειάζεται σημαντική ελάφρυνση του χρέους που βασίζεται σε αξιόπιστους δημοσιονομικούς και αναπτυξιακούς στόχους. Επισημαίνει δε ότι η πρόσφατη ανθρωπιστική πρόκληση από τη ροή των προσφύγων στην Ευρώπη έχει επιδεινώσει το βάρος του ελληνικού λαού. Αυτό απαιτεί την πλήρη υποστήριξη της Ελλάδας από τους Ευρωπαίους εταίρους της.
Για τα κόκκινα δάνεια το ΔΝΤ ζητά από τις ελληνικές αρχές να μειωθούν δραστικά, ώστε να δημιουργηθούν οι συνθήκες για την επανάληψη χορήγησης πίστωσης στην οικονομία. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αποτελούν πλέον σχεδόν το 50% των συνολικών δανείων, που είναι το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην ευρωζώνη.