Μιχάλης Γ. Βοσκάκης
Οι παρακάτω στίχοι, γραμμένοι στο κρητικό ιδίωμα, είναι επικεντρωμένοι στο τελευταίο δίμηνο της πολιορκίας του Χάνδακα από τους Τούρκους (1648-1669), τη μεγαλύτερη σε διάρκεια πολιορκία της ιστορίας, με τη μετάβαση από τις σκληρές μάχες στην περίοδο των διαπραγματεύσεων, και έχουν ως χρονικό σημείο αναφοράς των τεκταινομένων του Β’ μέρους τους την ημερομηνία υπογραφής της τελικής συμφωνίας (6 Σεπτεμβρίου 1669), και του Α’ μέρους το σημείο δύο μήνες πριν από την ημερομηνία αυτή. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα έλαβαν χώρα αρκετά συμβάντα, τα οποία έχει περιγράψει αναλυτικά και με γλαφυρό τρόπο ο σύγχρονος των γεγονότων, Ρεθύμνιος, Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής, στο ποίημά του «Ο Κρητικός Πόλεμος».
Mε τους στίχους επιδιώκεται να τονιστούν -έστω και εν μέρει- παράλληλα με τη δυσμενή θέση που βρισκόταν οι γενναίοι υπερασπιστές του Χάνδακα, και:
1) Η συμβολή των αντιπροσώπων του Morosini, και ιδιαίτερα του Κρητικού Στέφανου Σκορδίλη, ο ρόλος του οποίου στην διαπραγμάτευση της συνθήκης δεν έχει επαρκώς αναδειχθεί ή και υποβαθμίζεται. Οι άνδρες αυτοί, ως πιστοί υπερασπιστές του Μεγάλου Κάστρου, υπό τις δεδομένες συνθήκες, προσπάθησαν για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, εκτελώντας ευσυνείδητα τα καθήκοντα που είχαν ανατεθεί στον καθένα απ’ αυτούς σε σχέση με τη διαπραγμάτευση. Έτσι, κατόρθωσαν να γίνουν δεκτές, εκτός των άλλων, και κρίσιμης σημασίας προτάσεις των Βενετών, και ιδιαίτερα η πρόταση για ελεύθερη αποχώρηση των πολιορκημένων, μαζί με την κινητή περιουσία και τα ιερά κειμήλιά τους, αλλά και αρκετά από τα κανόνια και πυρομαχικά τους, όπως και τα κρατικά αρχεία που υπήρχαν στο Μεγάλο Κάστρο, στα οποία είχε καταγραφεί σε μεγάλο βαθμό η ιστορία των τεσσερισήμισι αιώνων της Βενετοκρατίας στην Κρήτη (που σε διαφορετική περίπτωση πιθανότητα θα είχαν καταστραφεί όπως έγινε στα Χανιά και στο Ρέθυμνο). Ειδικά όσον αφορά στη συνεισφορά του Στέφανου Σκορδίλη, ο ρόλος του στη διαπραγμάτευση, παρότι συμπληρωματικός του ρόλου που είχε ο Annand, ήταν επίσης πολύ σημαντικός, αφού κυρίως αυτός ενημέρωνε το Morosini και έπαιρνε κατευθύνσεις για την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης, ενώ και η διαπραγμάτευση διεξαγόταν στην ελληνική γλώσσα και η τελική συμφωνία γράφτηκε πρώτα στα ελληνικά και στη συνέχεια μεταφράστηκε στα ιταλικά και στα τουρκικά.
2) Η σημασία που είχε για την πόλη του Χάνδακα η Παναγία η Μεσοπαντίτισσα, η εικόνα της οποίας, σύμβολο συμφιλίωσης ανάμεσα σε Βενετούς και Κρητικούς, βρισκόταν μεταξύ των ιερών κειμηλίων που μεταφέρθηκαν τότε στη Βενετία. Η εικόνα που στο Χάνδακα ήταν τοποθετημένη στο ναό του Αγίου Τίτου, σήμερα βρίσκεται -το πρωτότυπό της- στο ναό της Santa Maria Della Salute της Βενετίας. Η σημασία της ήταν καίρια για την πόλη και το ηθικό των κατοίκων της, αντίστοιχη, και ίσως εφάμιλλη, της σημασίας που είχε για τους κατοίκους της «Βασιλίδας των Πόλεων» Κωνσταντινούπολης η εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας, δύο αιώνες νωρίτερα, κατά την περίοδο της άλωσής της από τους Τούρκους:
Α. Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΩΝ
Είκοσι χρόνια πάνε μπλιο, κοντά στη μια γενιά ’ναι,
τα εικοσιένα κλείσανε, στα εικοσιδυό θα πάνε.
Με μάνητα κι αν πολεμούν, ανώφελα χτυπούνε,
στο Κάστρο να πατήσουνε τσαρούχι δε μπορούνε.
Κι ας έχουνε τον Κιοπρουλή, κι ας έχουνε χιλιάδες,
στρατό, παρατρεχάμενους, τουφέκια και μπομπάρδες.
Όλο λαγούμια σκάβουνε, πύργους ψηλούς στελιώνουν,
το τελευταίο ανάχωμα τση Κρήτης γύρω ζώνουν.
Και σφίγγει πλια, καθημερνώς, τούτ’ η πολιορκία,
που ’ναι σκληρή, πεισματική, μα υπάρχ’ η Παναγία.
Μαζί με λιονταρόψυχους που απάνω ‘ναι στα τείχη,
και η Μεσοπαντίτισσα δίδει στην πόλη τύχη.
Μερκές χιλιάδες μαχητές στο Κάστρο παραμένουν,
μιλιούνια οχτροί γυρού-γυρού, καθημερνώς πληθιαίνουν.
Είναι λεβέντες Κρητικοί, μαζί και Βενετσάνοι,
απού την Ευρώπη ολάκερη χριστιανοί σολντάδοι.
Δεν είναι μόνο για τη γη, μα μάχεται και πάλι,
ο ήλιος του πολιτισμού το τούρκικο φεγγάρι.
Β. Η ΠΙΚΡΗ ΣΥΝΘΗΚΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΟΖΙΝΙ
Μα ’δα ’χει φτάξει η στιγμή, τούτη η μαύρη ώρα,
που θα βρεθεί ο Χάνδακας στην πιο μεγάλη μπόρα.
Τω Βενετσάνω κεφαλή ο Φραγκίσκος Μοροζίνι,
θωρεί το και κατέχει το πώς το καντήλι σβήνει.
Το Κάστρο έχει προδοθεί, δε μπορεί να γλυτώσει,
ξωμότης τα αδύνατα σημεία ντου έχει «δώσει».
Και για να σώσει ότι μπορεί, να συνθηκολογήσει
επήρε ντην απόφαση, τσι πόρτες του ν’ ανοίξει.
Σήμερο η υπογραφή μπαίνει στη συμφωνία,
τση πόλης την παράδοση θα γράψ’ η γ-ιστορία.
Να ανταλλάξει δε μπορεί, ό,τι υπόγραψε με γάντι,
πέμπει άλλο στη θέση ντου, Σκωτσέζο, τον Αννάντη.
Να ταπεινωθεί, να πρικαθεί, μπροστά εις το βεζίρη,
δε ντο αντέχει, δε βαστά, μην ξαναϊδεί χαΐρι.
Θωρεί από απόσταση, στη ντάμπια, εκειά παρέκει,
σπαχήδες που αντίκρυ ντως μαύρη φιγούρα στέκει·
κατέχει ’ναι παλληκαριού που χάρη του οφείλει,
’νούς σπουδαγμένου Κρητικού, του Στέφανου Σκορδίλη.
Στσ’ αρχές του μαύρου Σεπτεμβριού, νωρίς τ’ απόγεμά ’ναι,
που στου βεζίρη τη σκηνή τη συμφωνία πάνε·
για να την ανταλλάξουνε με τον Αννάντ ριβάρουν,
στα ιταλικά να δώσουνε, στα τούρκικα να πάρουν.
Κι ο Στεφανής εκατάφερε με τον Αννάντη ομάδι,
του Χάνδακα τσι δυστυχείς ν’ αμπώξει απού τον Άδη.
Στην πόλη κι α(ν) δε ’μπόριενε λεύτερος μπλιο να νιώσει,
η Παναγιά εβοήθησεν’ τσ’ αθρώπους να γλυτώσει.
Να κάμει εκατόρθωσε, στον πόνο τση ψυχής του,
του Κάστρου κάθε κάτοικος να σώσει τη ζωή ντου·
και να διαβεί ελεύτερα να πάει όπου θέλει,
μα την καρδιά τρυπούν τηνε τση νοσταλγίας βέλη.
Μαυροντυμένος καρτερεί, δάκρυο πρικύ σκουπίζει,
που η σημαία η λευκή στη ντάμπια ανεμίζει.
Φαλκόνι ’χει στον ώμο ντου, στη μέση ντου μαχαίρι,
το Κάστρο κι α(ν) μ-παραδωθεί άρματ’ αυτός θα φέρει.
Μαύρο γεωργαλίδικο φαρί καβαλικεύγει,
την πάτρια γη που θα χαθεί το βλέμμα ντου γυρεύγει.
Κι όπως αλάργα ντου θωρεί στα πορφυρά ντυμένο,
το γενεράλε, σκέφτεται το αίμα τω σκοτωμένω,
απού επότιζε ντη γη εικοσιένα χρόνια,
αγώνας που θα τραγουδούν οι Κρητικοί αιώνια.
Και τα πουλιά· οι πέρδικες, αηδόνια, ζιγαρδέλια,
παιγνίδι θα το κάμουνε τση Κρήτης τα κοπέλια.
Μα κ’ η Μεσοπαντίτισσα τη θέση τζη προσμένει,
στον Άγιο Τίτο για να μπει από ντα δα ’νιμένει.
Κι ας βγάλα ντην εικόνα τζη απ’ το εικονοστάσι,
στη Βενετιά την πέμπουνε Τούρκος να μην την πιάσει.
Την εικόνα την ψημιδευτή, μα η γ-ίδια δε μισεύγει,
στην Κρήτη όλο θα βρίνεται ψυχές να γαληνεύγει·
σε κάθε εκκλησία τζη και χαμηλό σπιτάκι,
αρμί, αόρι, θάλασσα, μα και στενό σοκάκι.
Κάστρο μου γροίκα, μάθε το, για να ’χεις την εξά σου,
ο πόνος σου ’ναι πόνος τση, θρηνεί στα βάσανά σου.
Μα τα μεγάλα βάσανα π’ αθρώπους δοκιμάζουν,
την πίστη δυναμώνουνε και την ψυχή μαλάζουν·
μαθαίνουνε το δυστυχή στ’ ανάξια μην προσμένει,
γιατί στη σύντομη ζωή μόν’ η γι-αγάπη μένει·
μόνο τα έργα τα καλά κ’ η αδυνατή φιλία,
που στσ’ αναμνήσεις όσω(ν) ζουν βαστούνται, με λατρεία.
Του Φθινοπώρου αγερανοί στην Κρήτη όντε μ-περνάτε,
στιγμή μη σταματήσετε, το μήνυμα να πάτε,
στσι τόπους που διαβαίνετε, πως στο Μεγάλο Κάστρο,
οι Τούρκοι διαγουμίζουνε, έσβησενε το άστρο.
Αρχίζει νύχτα σκοτεινή, λήγ’ η πολιορκία,
σάικα η μεγαλύτερη σ’ ούλη την ιστορία.
Έφταξε ντο Φθινόπωρο, βαρές Χειμώνας πιάνει,
μα ο Κρητικός τη λευτεριά ’που το μυαλό δε βγάνει.
Και όσα χρόνια κι α(ν) διαβούν κι ανέ μ-πολυκαιρίσει,
η-το δεντρό τση λευτεριάς στο τέλος θα καρπίσει.
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
αλάργα = μακριά
αμπώθω = σπρώχνω
ανιμένω = περιμένω
αριβάρω = καταφθάνω
(το) αρμί = το ύψωμα, η κορυφογραμμή ενός υψώματος
(ο) γενεράλες = ο στρατηγός
γυρεύγω = ψάχνω, αναζητώ
διαγουμίζω = λεηλατώ, διασκορπίζω
(η) εξά = η ευχέρεια, η εξουσία
(το) λαγούμι = η υπόγεια στοά
(η) μάνητα = η μανία, το μένος
μισεύγω = φεύγω
μπλιο = πλέον
(η) μπομπάρδα = το κανόνι που έριχνε πέτρινες ή σιδερένιες μπάλες
(η) ντάμπια = ο προμαχώνας
ομάδι = μαζί
παρέκει = παραπέρα, στην άκρη
(ο) πρικύς-ά-ό = ο πικρός
σάικα = ασφαλώς, σίγουρα
(ο) σολντάδος = ο μισθοφόρος στρατιώτης
(ο) σπαχής = ο ιππέας
στελιώνω = στήνω κάτι, συναρμολογώ
(στην) υστεργιά = στο τέλος
(το) φαλκόνι = το γεράκι
(το) φαρί = το άλογο
(το) χαΐρι = η προκοπή
(ο) ψημιδευτός-ή-ό = ο επιτήδειος, ο άψογος